3.6.10

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΖΕ


του Αίολου


Θόρυβος ακούστηκε. Δε γύρισε καν το κεφάλι. Εσφιξε τα δάχτυλα στο σκουριασμένο σύρμα ξέροντας τί ήταν. Κράτησε το βλέμμα καρφωμένο μέχρι που μια σειρά φώτα μέσα στη νύχτα έτρεξε μπροστά του, προκαλώντας κύματα αέρα στα μαλλιά του και κύματα σπασμών στα αυτιά του.

Πόσα χρόνια έμενε εκεί, με το βλέμμα καρφωμένο, να βλέπει τρένα να περνούν με ιλλιγιώδη ταχύτητα, να του προκαλούν τόσα αισθήματα, μα γι'αυτά να είναι τίποτα. Ενα, δύο, πέντε, δέκα, άπειρα...

Κι όμως, αυτός ήταν πάντα εκεί, να βλέπει τα τρένα, σειρές βαγονιών σαν ένα ή φώτα, σα μια φωτεινή γραμμή απ'την ταχύτητα.

Θόρυβος ακούστηκε. Τα σύρματα δεν κουνήθηκαν. Το παιδί που κοίταζε τα τρένα να περνούν έλειπε. Το τρένο πέρασε. Ενα, δύο, πέντε, δέκα, άπειρα... Κανένα δεν έδωσε σημασία, όπως τόσα χρόνια...

C/Cachucha
Velez Rubio

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

κι αλλο κι αλλο κι αλλο!!!