21.12.10

HAPPY DAZED


Ενας ακόμα μονόφθαλμος στην χώρα των τυφλών.

Ενας ακόμα υπέρλαμπρος νους.

Ενας ακόμα γίγαντας της πεζής πραγματικότητας.

Ενας ακόμα γαμάτος υπερήρωας με ανεξάντλητες υπερφυσικές δυνάμεις.

Ενας ακόμα σκοτεινός ιππότης κακόβουλων σκέψεων.

Ενας ακόμα πολέμιος του παρορμητισμού.

Ενας ακόμα αντιδραστικός καθρέπτης της σύγχρονης κοινωνίας.

Ενας ακόμα βαρετός αντίλογος.

Ενας ακόμα κακόκεφος ομιλητής.

Ενας ακόμα μίζερος.

Ενας ακόμα Κανένας.

Ενας ακόμα.

13.12.10

ΑΒΑΣΤΑΧΤΟΣ


Ισως ο χειρότερος συγγραφέας όλων των εποχών. Τα μυθιστορήματά του τα διάβαζε μόνο ο ίδιος. Τα ποιήματά του δεν τα άντεχαν ούτε οι πέρδικες. Κάποτε του προσέφεραν εργασία - να γράφει τραγελαφικά δίστιχα πίσω απο ημερολόγια. Δεν δέχτηκε, και αποσύρθηκε στον πύργο του.

Κλείστηκε εκεί για 26 ολόκληρα χρόνια. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, έγραφε. Μανιωδώς. Μόνη του συντροφιά, ενα κακάσχημο σκυλί, γερασμένο και ανήμπορο να κάνει το οτιδήποτε. Κάθε τόσο που το κοίταγε, είχε αυτομάτως τρομερή έμπνευση. Αυτή η ασχήμια, αυτή η ραθυμία, αυτό το αναπνεόμενο τίποτα της σκυλίσιας δυστυχίας είχε γίνει η μούσα του. Σπάνια έκανε διάλειμμα για να θρέψει τον οργανισμό του, πόσο μάλλον για οτιδήποτε άλλο. Εκεί, να κοιτάει σαν αποβλακωμένος το σκυλί, προκειμένου η φαντασία του να ξυπνήσει απο το λήθαργο. Κι έτσι γινόταν. Εγραφε και έγραφε και έγραφε όλα αυτά τα χρόνια, γεμίζοντας απροσδόκητα τεράστιες δασικές εκτάσεις και ακόμα περισσότερους τόνους μελάνης.

Τα χαρτιά είχαν κάνει σωρό. Παρατημένα σε κάθε βρώμικη, αραχνίζουσα γωνιά του πύργου, πολλά απο αυτά είχαν γίνει κατακίτρινα απο τη φθορά του χρόνου. Ούτε ο ίδιος δεν έμπαινε στον κόπο να τα ξαναδιαβάσει, παρά αφηνόταν στην τυφλή έμπνευση του σκύλου για να δημιουργεί κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

Με το τέλος του 26ου χρόνου, το σκυλί ψόφησε. Δεν το κατάλαβε απο την ακινησία, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε αλλάξει σαν σκηνικό απο την πρώτη κιόλας μέρα, αλλά απο την ξαφνική απουσία της έμπνευσής του. Κοντοστάθηκε, μαραμένος και το κοίταζε για ώρες. Προσπαθούσε να σκεφτεί μια λύση, αλλά μάταια.
Και τότε, τυφλώθηκε. Εγινε κόκκινος, έβραζε, ήθελε να στίψει όλο τον κόσμο μέσα στα χέρια του. Αρπαξε ενα ξύλινο μπαστούνι κι άρχισε να χτυπάει μαινόμενος το άψυχο σώμα του σκυλιού. Το χτυπούσε όλο και περισσότερο, όλο και πιο δυνατά. Η ίρις του ματιού του ήταν θολή, απροσδιόριστη, βίαιη. Το χτυπούσε για ώρα, ουρλιάζοντας. Χτύπημα στο χτύπημα, στο τέλος κατέληξε να χτυπάει κόκκαλα και κομμάτια σάρκας πάνω στις σανίδες. Ωσπου σταμάτησε.

Σταμάτησε γιατί συνειδητοποίησε οτι η έμπνευσή του δεν είχε πεθάνει. Καθώς κοίταζε τα απομεινάρια της βίαιης κατάθεσής του, κάθισε στην καρέκλα του. Το πρόσωπό του άρχιζε να καθαρίζει.
"Τώρα ομόρφυνες επιτέλους", είπε. Γύρισε προς το γραφείο του και ξεκίνησε να γράφει πάλι. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος για το αριστούργημά του.

Και έμεινε να γράφει, μόνος, στις ίδιες δασικές εκτάσεις, με τους ίδιους τόνους μελάνης, τις σκέψεις του. Για άλλα τόσα χρόνια, χωρίς αυτή τη φορά ενα άσχημο, γερασμένο σκυλί να του αποσπά την προσοχή.

Χωρίς τίποτα.