18.2.10

Η ΓΑΤΑ

του Αίολου*

Ανέβηκε το λοφάκι ψάχνοντας. Είχε μέρες να βρεί κάτι καλό. Κοίταξε τριγύρω και είδε παραπέρα δύο γάτες. Πάντα ζήλευε το ελέυθερο πνεύμα τους.
Μελαγχόλησε και κατέβηκε με μεγάλες δρασκελιές κάτω τον δρόμο. Τα σκουπίδια δεν προσφέρονταν πια ούτε καν για εύρεση φαγητού, οπότε αποφάσισε να πάει προς την πόλη. Πάντα τον φόβιζε η πόλη, με τους πολλούς ανθρώπους, αυτοκίνητα παντού, φασαρία. Αλλά όλο και κάποιος μπορεί να σου πετούσε κάτι να φας. Οπως και τ
ώρα.
Μια φιγούρα του έγνεψε φιλικά, έσκυψε να τον χαϊδέψει. Τότε, είδε την Κοπέλα και απόμεινε να την κοιτά - όχι αυτό που μασούλαγε, αλλά το πρόσωπό της. Είχε δύο τεράστια, εκφραστικά πράσινα μάτια, κοντά μαύρα μαλλιά και υπέροχο χαμόγελο. Του έδωσε να φάει κι Αυτός κούνησε την ουρά του απο ευχαρίστηση. Την πήρε απο πίσω κι εκείνη φάνηκε να απολαμβάνει την παρέα του. Εφτασε σπίτι και τον χαιρέτησε, αλλά Αυτός, μην έχοντας πού αλλού να πάει, έμεινε να την περιμένει απ'έξω.


Η Κοπέλα βγήκε το απόγευμα και τον τάισε πάλι.
Η σχέση τους τις επόμενες μέρες εξελίχθηκε. Αυτός στην αυλή να περιμένει την Κοπέλα, εκείνη να τον ταΐζει, να πηγαίνουν μαζί βόλτες. Με τον καιρό, η Κοπέλα ήθελε να του μάθει να κάθεται, να φέρνει το ξύλο και άλλες παρόμοιες διαταγές. Αυτός δεν ένιωθε άνετα με τη νέα κατάσταση, αλλά την ανεχόταν αφού, τουλάχιστον, είχε να φάει.
Μια μέρα, Αυτός πέρασε το δρόμο απρόσεκτα και παραλίγο το λευκό αυτοκίνητο να βαφτεί με το αίμα του. Η Κοπέλα τρόμαξε και έβαλε τις φωνές σ'Αυτόν, που απορρώντας κοίταζε με τα μικρά του μάτια προσπαθώντας να καταλάβει το λόγο. Ενδιαφέρον, ήταν η επίσημη δικαιολογία. Η Κοπέλα θορυβήθηκε και αποφάσισε να τον προσέχει περισσότερο. Η τιμωρία ήταν να μην τον ταΐσει εκείνη την ημέρα, και την επαύριο θα έπαιρνε νέα, δραστικά μέτρα.
Την επόμενη είδε την Κοπέλα να έρχεται. Χάρηκε, αφού νόμιζε οτι η περίοδος τιμωρίας έληξε. Κρατούσε μια σακούλα στο χέρι και έβγαλε το δώρο του για να είναι ασφαλής. Αλυσίδα. Αυτός μαζεύτηκε, σκέφτηκε οτι δεν ήθελε αυτή την ασφάλεια. Μπορεί να είχε ζήσει σε σκουπιδότοπους, να είχε κάνει μέρες να φάει, να είχε φάει κλωτσιές, αλλά αυτό παραπήγαινε. Το πολυτιμότερο αγαθό του, την ελευθερία του, κανείς δε μπορούσε να του τη στερήσει. Κανένας.
Καθώς τον πλησίασε, Αυτός έκανε να φύγει. Την απέφυγε, όμως εκείνη επανήλθε. Εδινε τη μάχη της κι Αυτός τη δική του. Κάποια στιγμή τον στρίμωξε. Τον χτύπησε και τον διέταξε να κάτσει ήσυχος. Ενιωσε θυμό να τον πλημμυρίζει. Εστριψε το κεφάλι του στο φράχτη και είδε τη Γάτα, αυτήν που τόσο θαύμαζε και ζήλευε. Γύρισε και κοίταξε ξανά την Κοπέλα. Στην τελευταία της προσπάθεια Αυτός δε γάβγισε, έδειξε τα κοφτερά του δόντια, γρύλλισε, δάγκωσε, μάτωσε, έκοψε...
Ηξερε οτι θα πήγαινε Eκεί. Δε λυπόταν. Επιλογή του ήταν άλλωστε. Καλύτερη επιλογή του φάνηκε η ένεση μετά τη διαμόρφωση της κατάστασης, παρά η αλυσίδα.
Κοιμήθηκε για πάντα. Χαρούμενος και περήφανος.


*ο Αίολος είναι ένας πιστός αναγνώστης, ημίαιμος και καλύτερος φίλος απο τις γάτες.

7.2.10

ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ


Ο αξιότιμος Φίλος επισκέφθηκε το pet-shop της γειτονιάς του για να αγοράσει μια καινούρια γυναίκα, γιατί η παλιά ψόφησε νωρίς και ήταν πολύ στεναχωρημένος.
Το pet-shop βρισκόταν δίπλα στην αγαπημένη του ουζοτυροπιτερί (με τη σπεσιαλιτέ ρολό σπετζοφάι, παστίτσιο, μουσακά και σουτζουκάκια σμυρνέικα), οπότε πέρασε για την κλασική κοιλιακή κατάνοιξη του φθινοπωρινού πρωϊνού. Το pet-shop πιο δίπλα, τον περίμενε με ανοιχτές τις πόρτες. Αλλωστε, ο ιδιοκτήτης ήταν πρώην φίλος του, και τώρα που τον μισούσε θανάσιμα τον έκανε τον καλύτερο πελάτη του. Αρα, ο Φίλος ήταν σίγουρος για την ποιότητα της γυναίκας που θα αγόραζε.
Διάλεξε μια που τού πρότειναν. Ηταν ψηλή, μελαχρινή, με υπέροχα μάτια και θεσπέσιες καμπύλες. Ο,τι ακριβώς χρειαζόταν για το σπίτι. Το πρόβλημα ήταν οτι το σπιτάκι που έπρεπε να πάρει για να τη βάζει να κοιμάται έπρεπε να είναι μεζονέτα στο Νέο Ψυχικό και γι'αυτό ο Φίλος άρχισε τα παζάρια με τον ιδιοκτήτη. Τελικά, τα βρήκαν με ενα τριάρι στο Κολωνάκι.
Ο Φίλος πήρε λοιπόν τη γυναίκα (και μαζί δύο μεγάλες σακούλες με τροφή και όλα τα cd του Χατζηγιάννη) και κίνησε προς το σπιτικό του.

Τέσσερις μήνες περάσανε, και ο Φίλος είχε αρχίσει να φτάνει στο αμήν. Η γυναίκα όχι μόνο δε φύλαγε το σπίτι (είχαν γίνει ήδη τρείς διαρρήξεις), όχι μόνο δε μαγείρευε και δεν έπλενε, αλλά τα έκανε συνεχώς στο χαλάκι του σαλονιού, παρά τις υποδείξεις του αφεντικού της. Ο Φίλος την είχε καλομάθει και καλά να πάθει γι'αυτό. Αλλά τώρα είχε βρεθεί σε αδιέξοδο, ήταν αργά για να αναγνωρίσει το λάθος του. Επρεπε να πάρει δραστικά μέτρα. Αρχικά, την κλείδωσε έξω απο το σπίτι για παραδειγματισμό. Επειτα, της αγόραζε ρούχα απο Κινέζο τρομοκράτη στην Πειραιώς. Τέλος, προσπάθησε να της μάθει την αλφάβητο, τα χρώματα, το ασφαλιστικό, το καλό χιούμορ, την οξύτητα του πνεύματος και την τετράγωνη λογική. Δυστυχώς, ήταν ανεπίδεκτη μαθήσεως. Εκνευρισμένος καθώς ήταν, την πιάνει και την πηγαίνει πίσω στο pet-shop, απαιτώντας απο τον ιδιοκτήτη να τού την αντικαταστήσει με ένα καλύτερο μοντέλο. Ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε, και τού είπε να αγοράσει ενα άλλο ζώο στη θέση της. Ο Φίλος κοντοστάθηκε για λίγο και προβληματίστηκε. Οχι για πολύ όμως. Η απόφαση ήταν άμεση και δραστική. Ξανάβαλε τη γυναίκα στη βιτρίνα και αγόρασε ένα πανάκριβο χταπόδι.

Φεύγοντας, δεν παρέλειψε να επισκεφτεί την αγαπημένη του ουζοτυροπιτερί. Κι αυτή τη φορά, η γεμιστή πίτα με σούπα και νερό βρύσης ήταν ακόμα πιο γευστική.

ΧΑΠΙ ΕΝΤ

4.2.10

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ (*****)


Θυμάμαι το ρεφρέν του υπέροχου εκείνου τραγουδιού των Divine Comedy “Come home, Billy Bird, International Business Traveller” και ξεσηκώνω την εικόνα που μου άφησε αποτυπωμένη στο μυαλό το φινάλε του Ραντεβού Στον Αέρα. Δεν μπορώ να πω τι είναι, γιατί θα πέσω σε spoiler. Το τραγούδι των Divine Comedy, όμως, πάντα θα μου φέρνει πλέον στο νου, την πραγματικότητα.

Δεν είναι κι εύκολο, να βρεις μια ταινία που να ταυτίζεται με τα πάντα γύρω σου. Να έχει timing πάνω στην καθημερινότητά σου, κι ας μην κάνεις την άχρωμη, δυσάρεστη δουλειά του Ράιαν Μπίνγκαμ, ο οποίος ταξιδεύει ανά τις ΗΠΑ ατσαλάκωτος, γόης και εργένης για να σου πει ότι… απολύθηκες. Γι’αυτόν είναι καθημερινότητα, ρουτίνα και ατέρμονη επαφή με τα ανθρώπινα τετριμμένα. Στο δρόμο θα γνωρίσει την άλλη πλευρά του νομίσματος. Την απογοήτευση της μοναξιάς. Τη χαρά του φλερτ και του προσωρινού έρωτα. Την πιθανότητα να χάσει τη θέση του. Τη δυνατότητα να διδάξει τον κυνισμό και φτηνή δικαιολογία σε νεότερες συναδέλφους του με όνειρα καριέρας. Να μπει σε προσωπικά διλήμματα που δε φανταζόταν ποτέ. Να αναγκαστεί να έρθει πιο κοντά με δικούς του ανθρώπους. Να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Θα τα καταφέρει χωμένος για τα καλά στη σκατότρυπα της ανθρώπινης αδυναμίας;

Αν ήμουν ο Τζέισον Ράιτμαν, και χωρίς να ήθελα να περιαυτολογήσω, θα παραδεχόμουνα πως έκανα την καλύτερη, ίσως, ταινία πάνω στο «σύγχρονο άνθρωπο». Χωρίς φλυαρίες και πολλά πάρε-δώσε με ισχνές υποπλοκές και σαπουνοπερικά δραματάκια, ο Ράιτμαν χτυπάει ακριβώς στη φλέβα των προσωπικών σου αδυναμιών. Με λίγα λόγια, κάνεις μια ταινία με balls, που στηρίζονται σε σενάριο, σε σκηνοθεσία και σε ερμηνείες. Απλώς, διαθέτεις τα πάντα, αν και το μεγαλύτερο στοίχημα που κερδίζει το Ραντεβού Στον Αέρα είναι ο συνδυασμός τους. Ο Ράιτμαν, σκηνοθετικά, είναι ωριμότερος του ώριμου, καμία σχέση με τον «απλό τυπάκο» του Juno και του Thank You For Smoking. Συγγραφικά, για να μην το κουράζουμε, «κεντάει» πάνω σε μια ίσως συνηθισμένη μα σπουδαία, τελικά, ιστορία και οι χαρακτήρες του ξεχειλίζουν απο πληρότητα, όπως και οι καταστάσεις που τόσο «κινηματογραφικά» περιγράφει (και με γεγονός οτι οι περισσότεροι «απολυμένοι» που βλέπουμε είναι πραγματικοί…). Ερμηνευτικά, τέλος, ο Κλούνεϊ δε νομίζω ότι θα ξεπεράσει με κάτι άλλο στο μέλλον ΑΥΤΗ του την ερμηνεία, ούτε φυσικά και οι δύο εξαιρετικές γυναίκες, η Φαρμίγκα και η Κέντρικ, κι ας μην πάρουν ποτέ τους το Οσκαρ...
Δε χρειάζεται να ψάξεις παραπάνω. Νομίζω, κι ας θεωρηθώ βιαστικός, ότι το Ραντεβού Στον Αέρα είναι η πιο άμεση, επιδραστική, ειλικρινής ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Κι ας είναι υποκειμενικό – δε μετράω σ’αυτή τη βάση. Για να το συνειδητοποιήσεις πρέπει να μετράς κι εσύ, πάνω στα πραγματικά δεδομένα της ζωής και φυσικά… των Divine Comedy.