23.4.10

THE KILLING OF A CHINESE FILM CRITIC


H δημοσιογραφική προβολή μόλις τελείωσε. Ο κριτικός κοντοστάθηκε, έκανε ανάκατες σκέψεις και έβγαλε αμέσως το μπλοκάκι του. Το γέμισε μουτζούρες. Αργότερα, θα τις διάβαζε προκειμένου να βγάλει ενα νόημα απο την ταινία που μόλις είδε.

Απομακρυνόμενος της αιθούσης, άρχισε να μαζεύει τα κομμάτια του παζλ. Στην αρχή είχε ξεχάσει τον τίτλο της ταινίας, αλλά θυμόταν - περήφανος - την πρώτη σκηνή της. Τον είχε ενθουσιάσει. Δυνατό "μπάσιμο" της ιστορίας, αριστοτεχνικά κινηματογραφημένη, με ιδιαίτερο στιλ, όπως ακριβώς του άρεσε κι εκείνου. "Αριστούργημα", σκέφτηκε. Αλλά, σαν σωστός κριτικός, απέφυγε να κατοχυρώσει το συμπέρασμα, πριν κρίνει ολόκληρο το φιλμ. Δικαιοσύνη βλέπεις.

Προχωρώντας, θυμόταν τις ερμηνείες. Είχαν διακυμάνσεις, σκέφτηκε. Καλό το καστ, αλλά πολλές συναισθηματικές μεταβολές, κυρίως λόγω της πρωτόγνωρης εμπειρίας των πρωταγωνιστών (είχαν συνηθίσει να θριαμβεύουν σε άλλου είδους ταινίες), έφερναν το αποτέλεσμα σε μια χαρακτηριστική φιλμική "τρικυμία". Μα, τί υπέροχος, λογοτεχνικά ευφάνταστος τρόπος να το εκφράσεις! Ετσι κι έγινε. Εγραψε καλά λόγια γι'αυτούς, χωρίς όμως να τους εκθειάζει, αναγνωρίζοντας ποιοί είναι, αλλά και το πόσο καλύτεροι θα μπορούσαν να είναι στο συγκεκριμένο φιλμ. Δικαιοσύνη βλέπεις.

Τέλος στάθηκε στο τεχνικό μέρος. Τον είχε ενθουσιάσει. Ολα άψογα. Καλλιτεχνική διεύθυνση, φωτογραφία, μουσική, κοστούμια, όλα μια υπέροχη συνομοσπονδία γνήσιων κινηματογραφικών απολαύσεων. Τους έβαλε άριστα και αναγνώρισε οτι ήταν απο τα καλύτερα που είχε δεί στη ζωή του και, διάολε, ήταν πολλά αυτά που είχε δεί. Δικαιοσύνη κι εκεί.

Οταν γύρισε σπίτι του, κάθισε να μαζέψει όλα αυτά τα στοιχεία και να γράψει την κριτική του. Συνειδητοποίησε όμως, οτι είχε ξεχάσει να αναφερθεί στην πλοκή, το σενάριο, τους χαρακτήρες. Κόμπιασε. Δεν του είχε ξανατύχει. Κανονικά, θα έπρεπε να είχε ψυρρίσει τη μαϊμού, να είχε βγάλει απο τη μύγα το ξύγκι της υποπλοκής και να βρεί όλα τα κρυφά μηνύματα, όλους τους συμβολισμούς. Δεν έβρισκε τίποτα. Δε θυμόταν τίποτα. Ενα τεράστιο κενό. Τί ταινία είχε δεί; Εκτός απο γνωστούς ηθοποιούς και άψογα τεχνικά κομμάτια είχε τίποτε άλλο; Δε γίνεται να μην είχε, σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε. Ζίπο. Δεν έβρισκε άκρη πουθενά. Εσκισε όλες τις μουτζούρες και τις πέταξε.

Δε θα γράψω για αυτή την ταινία, είπε.
Κι ευτυχώς που δε θυμάμαι τίποτα, γιατί μάλλον μαλακία ήταν.

Εκείνη την ώρα χάρηκε που το συνειδητοποίησε. Πήρε στο τηλέφωνο εναν άλλον κριτικό φίλο του να τον ρωτήσει αν την είδε κι αυτός για να του πεί τη γνώμη του. Ούτε κι απο 'κει πήρε απάντηση. Οπότε, καθησυχασμένος οτι τελικά δεν έχασε και κάτι τόσο σπουδαίο όσο νόμιζε, πήρε το φίλο του και πήγαν να βολτάρουν έξω απο συνοικιακούς κινηματογράφους, μπας και δουν καμιά ταινία της προκοπής...


16.4.10

ΕΚΕΙΝΕΣ


του Αίολου

Κοίταξε τους τοίχους γύρω του και του φάνηκαν πράσινοι, παγωμένοι, σαν ψυχιατρείου. Σωστό σφαγείο. Δεν το σκέφτηκε! Σήκωσε το μπαλτά και τη χτύπησε. Τής κατάφερε γερό χτύπημα και την κοιτούσε να σπαρταράει αβοήθητη. Δεν τη λυπήθηκε. Σήκωσε το μπαλτά ξανά και την κατακρεούργησε. Η μανία του σταμάτησε, όταν πια είχε γίνει κομμάτια. Κοίταξε το έργο του, αλλά δεν ήταν ακόμα χαρούμενος. Ηθελε κι άλλο.

Την πέταξε απο το τραπέζι στο πάτωμα. Τότε σκέφτηκε μήπως εκείνος ο γυαλιστερός - στον ήλιο - γυαλαμπούκας είχε δίκιο. Εκείνος ο πεσιμιστής θανάτου και οι θεωρίες του στριφογύριζαν στο μυαλό του. Οχι, ο βουτηγμένος στην ανασφάλειά του και φοβισμένος απ' τους γύρω του τύπος δεν μπορεί να είχε δίκιο.

Εβαλε τα χέρια του στο στήθος και την έβγαλε. Την ακούμπησε στο τραπέζι. Ηταν η σειρά της. Την κατακρεούργησε κι αυτή. Δεν την χρειαζόταν πια. Την πέταξε απ' το τραπέζι και τις κοίταξε και τις δύο. Σφαγμένες, δίπλα-δίπλα...

Κι απο τις δύο, πιο πολύ του έλειπε η αξιοπρέπεια.