17.5.10

Ο ΑΡΓΟΚΙΝΗΤΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΥΤΣΟΥ


Σήμερα το πρωί ξύπνησε με ενα απίστευτο βάρος στους ώμους του. Με το ζόρι σηκώθηκε απ'το κρεβάτι, ήταν σα να πάλευε με τα κύματα. "Μα, τι έχω!" μουρμούραγε και προσπαθούσε με το χεράκι του να απομακρύνει το βάρος. Δε μπορούσε. Με τα χίλια ζόρια προχώρησε προς το μπάνιο προκειμένου να ξεβγάλει το βάρος με νερό. Μπήκε στο ντους και με βαριές κινήσεις άρχισε να βρέχεται ολούθε - το βάρος δεν έφευγε. Εκεί, βασανιστικά παρόν σε κάθε του κίνηση.

"Θα τρελαθώ!" αναφώνησε. Ηταν τόσο νευριασμένος που ήθελε να σπάσει ο,τι έβρισκε μπροστά του, αλλά το γαμημένο το βάρος στους ώμους εμπόδιζε την ολική καταστροφή υαλικών και παραπλησίων ευθραύστων αντικειμένων. Στάματησε να πάρει μια ανάσα. Πήρε δύο, τρείς, όσες άντεχε. Για λίγο ηρέμησε. "Θα μου φύγει όταν βγω απ'το σπίτι" είπε και ο εαυτός του αμέσως συμφώνησε. Με αργές κινήσεις και έξτρα μπόνους τον πονοκέφαλο που μόλις είχε ξεκινήσει το Γολγοθά του, ετοιμάστηκε για τη δουλειά.

Σχεδόν σερνόμενος, βρήκε απο την είσοδο της πολυκατοικίας για να μπεί στο αυτοκίνητό του. Κάποιοι περαστικοί τον κοίταζαν περίεργα. Τους είδε, αλλά τους αγνόησε προκειμένου να μην ξεσπάσει πάνω τους. Οταν κάποιος τον πλησίασε για να τον ρωτήσει γιατί προχωράει έτσι, εκείνος απάντησε βίαια "Τι θες ρε; Κάτι μου 'χει κάτσει στο σβέρκο! Λογαριασμό θα σου δώσω; Αντε και γαμήσου!". Με αυτούς τους ήχους της αστικής φύσης, μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε το δρόμο προς την εργασία του.

Αν και με πολλή πίεση και φριχτό πόνο, έφτασε στη δουλειά του. Παρκάρει και πηγαίνει προς την είσοδο. Το βάρος το ένιωθε μεγαλύτερο. Σχεδόν ασήκωτο. Αρχισε να μπήγει τις φωνές και να γονατίζει στο πεζοδρόμιο. Εφτασε στο σημείο να φωνάξει "Βοήθεια!" μπας και τον βοηθήσει κανείς. Ενας νεαρός τον πλησίασε και τον ρώτησε τί τρέχει. Εκείνος του είπε οτι έχει κάτι πάνω του που τον βαραίνει και δεν μπορεί να περπατήσει. Τού ζήτησε να το βγάλει. Ο νεαρός τον κοιτούσε απορρήμένος, μη βλέποντας το οτιδήποτε περιττό πάνω στο σβέρκο του. "Δε βλέπω τίποτα" του είπε. "Είσαι τρελός; Δε μπορώ να σηκωθώ! Κάτι με πλακώνει! Κάνε γρήγορα!" βούιζε σαν τραυματίας πολέμου ριγμένος στο πεζοδρόμιο.

Πολύς κόσμος μαζεύτηκε γύρω του. Τον κοιτούσαν όπως κοιτάς έναν τρελό, που κάνει βλακείες στη μέση του δρόμου και γελάς μαζί του, αν είναι αστείος, ή απλά αδιαφορείς αν η περίπτωσή του είναι δυστυχισμένη. Κανείς, όμως, δεν βοηθούσε.

Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι και η φωνή του όλο και δυνάμωνε, όσο δεν είχε άλλο. Απο την πίεση, ένιωσε το κεφάλι του να σκάει, να γίνεται χίλια κομμάτια. Για ενα δευτερόλεπτο σκέφτηκε οτι πέθανε, οτι αυτό ήταν, πάει, τελείωσε. Υστερα έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε λυπόθυμος.

Λίγες ώρες αργότερα ξύπνησε στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια όμορφη, γλυκύτατη νεαρή νοσοκόμα.

"Είχατε πέσει σε λήθαργο" του είπε με ζαχαρένια ευαισθησία.
"Οχι... Απλά κάτι είχε κάτσει στο σβέρκο μου" είπε αυτός.
"Τώρα αισθάνεστε καλύτερα;" τον ρώτησε.
"Μια χαρά... Μια χαρά" είπε εκείνος και ξανάκλεισε τα μάτια του, ανακουφισμένος.

7.5.10

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ω, χάλι
Χάλι γενικό
Κράτος της πλάκας
Προβληματικό
Ο τζόγος και τα δανεικά
Είναι του έθνους
Τα ιδανικά

Η ελπίδα της πατρίδας είναι

Λόττο και Προ-Πο
Μια δωδεκάδα λαχείο λαϊκό
Τάβλι, πόκα, ζάρια και ρουλέτα
Θανάσης και ξερή
Πρέφα, μπιρίμπα
Κι ενα φαβορί

Ω, χώρα σχιζοφρενική
Δημοκρατία δικτατορική
Ω, χώρα δεινοσαυρική
Λίγο Ευρώπη, λίγο Αφρική

Η ελπίδα της πατρίδας είναι
Λόττο και Προ-πο
Μια δωδεκάδα λαχείο λαϊκό
Τάβλι, πόκα, ζάρια και ρουλέτα
Θανάσης και ξερή
Πρέφα, μπιρίμπα
Κι ενα φαβορί


ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ, "Γρανίτα απο Τζατζίκι", 1992

5.5.10

Η ΚΛΙΣΗ ΤΗΣ ΒΑΡΕΜΑΡΑΣ


Σε πρώτη φάση, η βαρεμάρα δεν είναι ρήμα. Οπότε, είναι κάτι άκλιτο. Βέβαια, υπάρχει το ρήμα "βαριέμαι", το οποίο κλίνεται κανονικότατα, αλλά επί του πρακτέου είναι έννοιες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους.

Τουτέστιν: Βαριέσαι στη δουλειά σου ή βαριέσαι ΤΗ δουλειά σου; Οταν βρίσκεις την ίδια τη δουλειά σου βαρετή, σημαίνει οτι έχοντας χάσει κάθε ενδιαφέρον, έχει ήδη ξεφύγει απο την κατάσταση της περιστασιακής "βαρεμάρας" (όπως όταν βαριέσαι καμιά φορά ΣΤΗ δουλειά σου) και αρχίζουν να παίρνουν τα όπλα κάποια άλλα, πιο βαρύνουσας σημασίας, συναισθήματα και ψυχοσωματικές καταστάσεις όπως η πλήξη, η κατάθλιψη και η μελαγχολία. Ουσιαστικά, αρχίζεις να βαριέσαι, όταν περάσεις στο δεύτερο-τρίτο στάδιο της βαρεμάρας. Εκεί, η λέξη αρχίζει να χάνει σταδιακά τη δύναμή της, και τη θέση της παίρνει το ρήμα, όπου αρχίζει και δυναμώνει όσο δυναμώνει η ένταση αυτής της "κατάστασης".

Αυτά, βέβαια, είναι σχετικά, αφού την όλη "υποπλοκή" στηρίζουν τα ίδια τα άρθρα που ενώνουν τις λέξεις, όπως διαπίστωσες και στο προηγούμενο παράδειγμα. Προσωπικά, θεωρώ τη βαρεμάρα περισσότερο μια λυτρωτική εσωτερική άμυνα. Είναι η στιγμιαία κατάσταση που αιχμαλωτίζει την αδράνεια και την κάνει, έστω και επιφανειακά, συναίσθημα. Εννιά στους δέκα θα σου πούν οτι προτιμούν τη βαρεμάρα απο την κούραση. Το ίδιο ποσοστό θα σου πεί, αν του το κάνεις φραγκοδίφραγκα, οτι προτιμά να κουράζεται απο το να βαριέται. Γιατί εκεί, η διάρκεια προκαλεί αναταραχές στο συναίσθημα και το περιπλέκει, το αναγκάζει να γυρίσει το σύστημα απο άμυνα σε επίθεση. Η βαρεμάρα είναι δελεαστική, ηδονική σχεδόν ταυτόσημη με μια αύρα προσωρινής ελευθερίας. Το "βαριέμαι" είναι συνώνυμο της ραθυμίας, της αναποφασιστικότητας, της μη-δράσης.

Οπότε, καταλαβαίνεις κι απο μόνος σου οτι το μόνο πράγμα που μπορείς πραγματικά να βαρεθείς είναι μια επαναλαμβανόμενη βαρεμάρα. Οπως και όλες τις μικρές, αναγκαίες ηδονές, έτσι και τη βαρεμάρα δεν πρέπει να τη βάλεις σε καλούπι, να την κάνεις αυτοσκοπό και μονότονη απασχόληση στην καθημερινότητά σου. Γιατί θα τη βαρεθείς. Κι επειδή είναι κτήμα σου, αποκτά ένστικτο. Ενστικτο επιβίωσης.

Και μετά, χαιρέτα μας.