21.1.10

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΩΝ (****)


Θυμάμαι πως ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα σαν παιδί ήταν το «Ενα Παιδί Μετράει τ’Αστρα» του Μενέλαου Λουντέμη. Και θυμάμαι ακόμα πως, όταν ήμουν ζοχαδιασμένος με κάτι, ήθελα να ανοίξω ξαφνικά την πόρτα μου και να βγω σε έναν άλλον κόσμο, βγαλμένο από καρτούν ή παιδικά αυτοκόλλητα. Επίσης, τι πιο συνηθισμένο σε ένα παιδί με ανήσυχη φαντασία, να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι κάποιο περίεργο πλάσμα βρίσκεται δίπλα του και τον προκαλεί σε περιπέτειες; Ξέρω, αφελές, παιδιάστικο. Κι όμως. Αυτή είναι η Χώρα των Μαγικών μου Πλασμάτων. Και η διαδικασία της ενηλικίωσής μου… και της δικής σου.

Είναι μοναδικό το συναίσθημα. Ο πιτσιρικάς της ταινίας του Τζονζ, ο μικρός Μαξ, είναι το παιδί που, κατά πλειοψηφία, είμασταν όλοι μας. Ένας συνηθισμένος, καθημερινός καυγάς με τη μαμά του, τού ανοίγει την πόρτα της φαντασίας του. Πλέον, βρίσκεται ανάμεσα σε τεράστια, τριχωτά πλάσματα, που τον έχουν σα βασιλιά τους. Και του κάνουν όλα τα χατίρια, και ξαφνικά η οικιακή θλίψη μετατρέπεται σε παραμυθένια περιπέτεια. Χωρίς ίντριγκα, χωρίς υποπλοκές, χωρίς πολιτικές ή άλλες σημασίες. Απλώς, τα παιδία παίζει. Μέχρι να έρθει η ώρα που ο Μαξ θα ξυπνήσει στην καθημερινότητα, δίπλα στην αγκαλιά της μαμάς του, και θα ζητήσει να ξανακοιμηθεί για να μην ξεχάσει το όνειρο.

Χωρίς πολλά-πολλά, η ταινία του Σπάικ Τζονζ είναι η επιστροφή στην αθωότητα. Έτσι ακριβώς όπως ένας indie Αμερικανός «πολυπραγματευτής» την είδε μέσα απο τις σελίδες ενός παιδικού βιβλίου. Την περιστοίχισε με ένα υπέροχα «διαφορετικό» σάουντρακ-σύμπραξη των Κάρτερ Μπέργουελ και Καρεν Ο. Της έδωσε ψηφιακά εφέ σε μετρημένες ποσότητες για να μη χαλάσει την αυθεντικότητά της. Της έδωσε μια ντουζίνα τριχωτούς χαρακτήρες που ερμηνεύουν καλύτερα απο τον «σταρ» που κρύβουν οι διάσημες φωνές τους. Έβαλε στη θέση του πιτσιρικά τον Μαξ Ρέκορντς, και προφανώς του είπε να παίξει… τον εαυτό του. Σα να αμόλυσες τη δεκάχρονη φύση σου σε ένα δικό σου λούνα-παρκ. Να πάλεψες με τα θηρία, να γνώρισες καινούριους φίλους και στο τέλος να έπρεπε να πείς «αντίο» γιατί ήσουν αναγκασμένος να γυρίσεις σπίτι. Μέσα σε λιγότερο απο 90 λεπτά, όλη σου η μικρή ζωή. Το παιχνίδι σου. Η ελευθερία σου.

Μπορεί το φιλμ να έχει χίλια δύο ελαττώματα, αν το ψάξεις κι από τις τέσσερις πλευρές του τετραγώνου. Αλλά αν δεν είσαι ικανός να κοιτάξεις πίσω από τον καθρέφτη έστω και για 90 λεπτά, είσαι δέσμιος της πραγματικότητας. Δε θα είσαι ποτέ ξανά παιδί, και ταινίες σαν κι αυτή πιθανώς δε σου λένε τίποτα. Ευτυχώς, εγώ έστω και στο νήμα, το κατάλαβα. Δοκίμασέ το κι εσύ.

7.1.10

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΖΩΗ


Προσπαθώντας να συνέλθει απο το ανήλιαγο σοκ της απότομης προσγείωσης, ο κύριος Τάδε, δεδομένου και του νεαρού της ηλικίας του, ένιωσε την έμπνευσή του να καταρρέει. Ω, τι κόσμος, σκέφτηκε. Μα τί αμετανόητος μαλάκας! Είχε το μέλι στα χέρια του και δεν το έγλυφε.

Βέβαια, κατά μία έννοια, δεν είχε και όλη την τύχη του κόσμου στα χέρια του. Ας πούμε όμως, οτι είχε ενα σεβαστό μερίδιο, λιγότερο απο κάποιους και περισσότερο απο αυτούς που δεν τον απασχολούσαν. Το πέταξε στα σκουπίδια μαζί με τα απομεινάρια μιας κρέπας που περιείχε τυρί, γαλοπούλα, μαγιονέζα, πατατάκια και αυγό. Χωρίς την τύχη του, έμεινε μόνος στο πέλαγος να σκάει σφαλιάρες στα λυσσασμένα κύματα. Μα τί πανηλίθιος μαλάκας! Μπορούσε να φουσκώσει το σωσίβιο και δεν το έκανε.

Σκεπτόμενος, κατά τη διάρκεια του ευσεβούς πνιγμού, το παρελθόν του, αισθάνθηκε οτι κατά τη διάρκεια παρόμοιων ανώμαλων και απότομων προσγειώσεων ήτο υπέρ το δέον εκτεθειμένος. Απροστάτευτος. Κοιτούσε δεξιά, αριστερά, κοιτούσε πάνω-κάτω, δεν έβρισκε τίποτα. Ολη την ώρα μουρμούρα επειδή κρύωνε ολόγυμνος σε θερμοκρασίες Νευροκοπίου. Μα τί θεότυφλος μαλάκας! Είχε τόσα ρούχα σπίτι του και βαριόταν να τα βάλει.

Τελικά, και παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, ο κύριος Τάδε επιβιώνει. Εχει αρχίσει να μαθαίνει, βέβαια, οτι δε θα είναι κάθε μέρα του Αγίου Κώλου και η επιβίωσή του θα αποτελεί σε λίγο καιρό ζήτημα ισολογισμού με ενα παθητικό "ΝΑ" με το συμπάθιο. Οπότε, προκειμένου να υπερασπιστεί τα κεκτημένα (μια ωραιότατη βασιλόπιτα που ήδη τη φάγανε τα αγαπημένα του πρόσωπα), αποφάσισε να προστατευτεί μια και καλή. Προσευχήθηκε λοιπόν στο θεό Τίποτα να εμφανίσει μια γιγαντιαία κατσαρίδα και να τον καταπιεί. Ετσι, δε θα διέτρεχε κανέναν κίνδυνο, αφού ακόμα και μετά της πυρηνικής εκρήξεως ουδέν λάθος αναγνωρίζεται απο το ταμείο της δυστυχίας.

Επειτα, ο Τάδε έκλεισε τα μάτια του και άραξε στον καναπέ να χαζέψει τη βαρεμάρα του. Κι απο τη βαρεμάρα, λιποθύμησε. Μα τί ανεπίδεκτος μαλάκας! Είχε μια γιγαντιαία κατσαρίδα έξω απ'την πόρτα του να τού βαράει τα κουδούνια, και δεν έκανε τον κόπο να της ανοίξει.