30.3.10

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΦΟΡΝΤ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΓΑΜΠΡΟΙ ΤΟΥ ΣΑΝΤΑΜ ΧΟΥΣΕΪΝ


Η αλήθεια, ή μάλλον το "αληθινό ψέμα" μιας ολόκληρης εποχής για τις Η.Π.Α. Ονόμασέ το αλλιώς, αν θες, αλλά το ζουμί, το περιεχόμενο και το κατακάθι του φλυτζανιού της Ιστορίας θα το συμπληρώνει ως "Σύνδρομο". Μόλις έξι χρόνια μετά την Καταιγίδα της Ερήμου, και μια ταινία με πρωταγωνιστή έναν handsome 50άρη Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών εν είδη... κομάντο των αιθέρων που στραπατσάρει τις μούρες κακών κομμουνιστών έρχεται να φωτίσει το έθνος. Είναι το Air Force One με Πρόεδρο τον Χάρισον Φορντ και πιλότο τον Βόλφγκανγκ Πίτερσεν. Τεράστια εισπρακτική επιτυχία παγκοσμίως, κι όχι μόνο στις Η.Π.Α. Γιατί; Γιατί θάφτηκε απο το 95% της ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ κριτικής (Αμερικάνοι "μπάσταρδοι" εξευρωπαϊσμένοι, αν με ρωτήσετε...) αλλά το κοινό έχυνε ποτάμια απο την ασταμάτητη δράση, το δωρεάν σασπένς, τις γνωστές φάτσες, το κοφτό μοντάζ, τις σούπερ κασκάντες και τον τσάμπα ηρωισμό του μαχητικότερου πλανητάρχη που υπήρξε ποτέ μετά τον... Μπιλ Πούλμαν του Independence Day. Φυσικά και δε χρειάζεται να απολογηθώ που μου άρεσε η συγκεκριμένη ταινία, πόσο μάλλον να απαριθμήσω τις αυστηρά κινηματογραφικές της αρετές στο είδος (περιπέτεια δράσης) που υπηρετεί. Αντίθετα, νομίζω οτι χρήζει υπεράσπισης η βαθιά αστεία έως και χλευαστική διάθεσή της απέναντι στον θεατή που χρησιμοποιεί λίγη περισσότερη φαιά ουσία απο το ανεγκέφαλο 17χρονο που καταβροχθίζει ποπ-κορν αντί για εικόνες.

Οταν ακούς τον Πρόεδρο να απαντά στην ερώτηση "Ισως μας την έχουν στημένη τίποτα γαμπροί του Σαντάμ" με το εξωφρενικό "Ναι, νομίζω έχει αφήσει έναν-δύο ζωντανούς" τότε πραγματικά πιστεύεις οτι οι τύποι κάνουν χοντρή πλάκα. Προφανώς, αλλιώς ο παράγοντας διασκέδαση θα είχε αλλοιωθεί και δε νομίζω ενα τόσο hot ψυχαγωγικό προϊόν, φτιαγμένο απο επαγγελματίες θα ρίσκαρε να να σοβαρευτεί με κάτι τέτοιο. Οταν παρατηρείς τον αδιανόητα γαβγίζοντα Γκάρι Ολντμαν να μιλάει για την "επιστροφή" της Μητέρας Ρωσίας στα χέρια της κραταιάς Κόκκινης Υπερδύναμης δε γίνεται να μη σκάσεις στα γέλια. Είναι τόσο, μα τόσο αναχρονιστική αντι-προπαγάνδα που μόνο ως politically incorrect αστείο το εκλαμβάνεις. Οταν ακούς στη συνέχεια ατάκες όπως "Nobody does this to America!" απο γεράκι του Πενταγώνου, όταν βλέπεις τους πάντες να τρέχουν πανικόβλητοι απο την τρεμούλα τους μήπως τους κατακυριεύσουν... κομμουνιστές, όταν βλέπεις χιλιάδες "πιστών" με αναμμένα κεριά έξω απο το Λευκό Οίκο προσευχόμενοι για την καλή τύχη του Προέδρου τους, ε, πώς να συγκρατηθείς; Πώς να θεωρήσεις πως μια τέτοια ταινία παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά; Απλά, χαλαρώνεις και το απολαμβάνεις. Και δεδομένου οτι πρόκειται για ενα καθαρόαιμο action movie που ποντάρει πολλά στην ένταση και τα υπεράνθρωπα stunts, τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι λιγότερο απο απολαυστικό! Απλά.

Σήμερα, 13 ολόκληρα χρόνια μετά, το Air Force One μοιάζει πιο πολιτικά σαρδόνιο απο ποτέ. Με έναν έντονο αντιαμερικανισμό απανταχού της υφηλίου, με το πατριωτικό ηθικό των ίδιων των Αμερικανών πιο χαμηλό απο ποτέ και με τα πρόσωπα-πρότυπα εκείνων των καιρών να έχουν αντικατασταθεί απο πρόσωπα ντροπής, μια ταινία με ένα τόσο ξεδιάντροπα προπαγανδιστικό παρουσιαστικό χρησιμεύει στον απόλυτο χλευασμό των όσων επικρατούν σήμερα. Προφανώς, το Air Force One δε θα γυριζόταν ποτέ σήμερα με αυτή τη μορφή - ούτε ο Πρόεδρος θα ήταν ήρωας (μάλλον ένας ηττοπαθής αμόρφωτος θα ήταν), ούτε οι κακοί θα ήταν φανατικοί κομμουντιστές (αλλά ούτε και Ταλιμπάν, πλέον), ούτε οι χιλιάδες που προσεύχονται θα υπήρχαν στο πλάνο (μάλλον το καρέ ενός "κρύου", απομονωμένου Λευκού Οίκου θα ταίριαζε περισσότερο), ούτε θα υπήρχε happy end. Ολα θα ήταν ρεαλισμός. Η ταινία του Πίτερσεν, με τα σημερινά δεδομένα, είναι μια πανέξυπνη, "υπόγεια" και άκρως σαρκαστική παρωδία. Μετρημένη, σαφώς, με τα στάνταρ και τις επιταγές του είδους. Γι'αυτό και παραμένει το ίδιο απολαυστική, σε ενα μη-κριτικό μάτι, όπως και πριν απο 13 χρόνια.

19.3.10

ΣΙΣΥΦΟΣ


του Αίολου

...Τότε ο Σίσυφος γύρισε και είπε "Αντε στο διάολο κι εσύ"...
Πάει καιρός απο τότε που ξεγέλασε και έδεσε χειροπόδαρα το Χάροντα και τώρα ξεπλήρωνε τις πράξεις του. Αέναα να σπρώχνει την πέτρα του εκεί στην κορφή με κρυφή ελπίδα να την αποθέσει εκεί ψηλά. Ομως ο Αδης δεν το επιτρέπει, κι έτσι η πέτρα, λίγο πριν την κορφή, κυλά προς τα κάτω.

Το μάτι του έπεσε δυο-τρείς κορφές πιο πέρα. Είδε μια πέτρα εκατό φορές πιο μεγάλη απο τη δική του και πίσω της μια ψηλόλιγνη Φιγούρα. Τον έπιασε θλίψη. Ποιός θεός θα 'βαζε τη Φιγούρα σ'αυτή τη δοκιμασία, όποιο κι αν ήταν το κρίμα της; Αφησε λίγο την πέτρα του υπό την ανοχή του άγρυπνου βλέμματος του Φύλακα και την πλησίασε. Προσφέρθηκε να βοηθήσει, η Φιγούρα δίστασε, πλάγιασε το κεφάλι, τα μάτια της λαμπήρισαν, δέχτηκε.
Ο Σίσυφος έσπρωχνε πια τη μεγάλη πέτρα, η οποία γινόταν σιγά-σιγά και δική του. Η παλιά δική του ξεκουραζόταν πια στους πρόποδες του παλιού του λόφου. Ο Φύλακας το διασκέδαζε. Η Φιγούρα, απο την άλλη, είχε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Μια έσπρωχνε την πέτρα μαζί του, μια σκοτείνιαζε, καθόταν κάτω και ξαπόσταινε και ο Σίσυφος έσπρωχνε μόνος. Σκεφτόταν πως η Φιγούρα πιθανόν να είχε μια πέτρα χίλιες φορές μεγαλύτερη απο τη δικιά του στο μυαλό και συνέχιζε να σπρώχνει αμίλητος.
Αρχισε να αναπολεί την παλιά του πέτρα. Τού έλειπε. Οσο έβλεπε τη Φιγούρα να αδιαφορεί, τόσο σκεφτόταν να γυρίσει στην παλιά του πέτρα.

Ο καιρός περνούσε και ο πανούργος Σίσυφος βρήκε τη λύση. Βρήκε πώς θα ανέβαζε την εκατό φορές μεγαλύτερη απο τη δική του πέτρα στην κορυφή. Μα, λίγο πριν φτάσει, η Φιγούρα τού έφραξε το δρόμο. Η πέτρα της κύλησε και πάλι στην πλαγιά. Είχε μάθει να ζεί με την πέτρα της, δεν ήξερε πώς θα ήταν χωρίς αυτήν, φοβόταν. Και τότε ο Σίσυφος γύρισε και είπε "αντε στο διάολο κι εσύ". Γύρισε στην εκατό φορές μικρότερη πέτρα του κι άρχισε να τη σπρώχνει προς τα πάνω, μέχρι να βρεί τρόπο να την πάει στην κορυφή.

Με θυμό και θλίψη,
Ε/Γ-Ο/Γ ΛΙΣΣΟΣ

17.3.10

MAGNUM OPUS ή ΠΩΣ Η ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΓΚΟΜΕΝΑ


Αρχες της δεκαετίας του '80 και ο Ελληνικός Κινηματογράφος αρχίζει να χώνεται βαθιά... στην ομίχλη. Αυτή της "επαναστατικής" κουλτούρας του Αγγελόπουλου και των ομοίων του, που στην μεταπολιτευτική Ελλάδα βρίσκει πατήματα στην τσαλαπατημένη απο τη Χούντα Εβδομη Τέχνη προκειμένου να "πουλήσει" τη δική της νουβέλ βαγκ του λόγγου και του βουκολικού. Κάπου εκεί, άρχιζες να πενθείς το εμπορικό σινεμά των πρωτεργατών του είδους, όπως ο Γιάννης Δαλιανίδης. Η κωμωδία μπορεί να έφθινε επί χρόνια, ακόμα και πριν την πτώση της Χούντας (και σιγά σιγά να έφτανε στο επίπεδο ενός Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα) και να περίμενε εναγωνίως έναν Περάκη να την αναστήσει, αλλά το εμπορικό σινεμά εκτός κωμικών πλαισίων ήταν φανερό οτι πλέον δεν είχε ανάγκη κανένα προπαγανδιστικό πολεμικό έπος του '40 ή τη μαλλιοτραβηγμένη "ορντινάντζα" της Γκόλφως. Το πάτημα, για να μη χαθεί το "υποείδος" μάλλον θα ήταν η κοινωνική κατακραυγή. Και ο Δαλιανίδης ήταν εκεί (και ο Φώσκολος, βέβαια, μην τον αδικούμε) για να δώσει το παρόν στη "νέα εποχή".
Ηθελα καιρό τώρα να γράψω κάτι για εκείνη την άτυπη τριλογία της "Νεολαίας", που στο πρώτο μισό των 80s άλλαξε τον κινηματογραφικό εμπορικό χάρτη της Ψωροκώσταινας. Μέσα στον παλμό της εποχής, όπως ήταν πάντα ο Δαλιανίδης (το είχε κάνει με άψογο τρόπο και το '60 με ταινίες όπως ο Κατήφορος και ο Νόμος 4000), η εικόνα που έδινε μέσα απο αυτή την τριλογία νομίζω δε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί απο κανέναν 20άρη της εποχής που, άσχετα απο κινηματογραφικά και καλλιτεχνικά άλλοθι, έβλεπε να καθρεφτίζεται στην οθόνη η ζωή του διπλανού του ή ακόμα και η δική του, έστω και μέσα απο το πρίσμα της ενίοτε ανυπόφορης μελούρας και των σχηματικών καταστάσεων.

ΤΑ ΤΣΑΚΑΛΙΑ (1981)
Πρώτο μέρος της προαναφερθείσας τριλογίας, έκανε μεγάλη αίσθηση στην πρώτη της έξοδο στις αίθουσες και γνώρισε σχετική επιτυχία (πάνω απο 100 χιλιάδες εισιτήρια), αναδεικνύοντας όλο το μετέπειτα (έστω και για το περιορισμένο διάστημα εκείνης της δεκαετίας) star-system της πιτσιρικαρίας, που έκοβε φλέβα για το Μιχαλόπουλο και το Γαρδέλη, ανέδειξε σε υπέρτατο πιπίνι της εποχής την Αλιμπέρτη και, φυσικά, λάνσαρε τις άκοπες και άγονες ακόμα φάτσες ηθοποιών που αργότερα θα τους έγραφε η... κιτς ιστορία (βλ. τους Γιώργο Ρήγα - ο γνωστός Χάλιας - και Τζώνη Θεοδωρίδη). Α' Γυναικείος ρόλος είναι εδώ η Αθηνά Τσιλύρα, μετέπειτα κυρία Σπύρου Παπαδόπουλου και γύρω της τα ναρκωτικά και ο ξεπεσμός του γκόμενου Πάνου Μιχαλόπουλου. Κλασικές, πλέον, εικόνες και ενσταντανέ του ελληνικού trash, όπως το εισαγωγικό κομμάτι με την εκπομπή "κοινωνικής ευαισθησίας" με παρουσιάστρια την... Κέλλυ Σακάκου ή η μνημειώδης πλέον ατάκα "Με θυμάσαι ρε πούστη;" δίνουν στα Τσακάλια το cult status που τους αναλογεί, όχι όμως και την ολοκληρωτική σκουπιδο-απόλαυση που θα προσφέρουν - μερικές δεκάδες χρόνια αργότερα - τα άλλα δύο μέρη της τριλογίας.

Η ΣΤΡΟΦΗ (1982)
Ξανά στο προσκύνιο τα ναρκωτικά, αυτή τη φορά με το Μιχαλόπουλο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και με νέο Α' Γυναικείο ρόλο στο πλευρό του τη Λία Ρακά (που έκτοτε δεν ξανακούστηκε ποτέ) και το γνωστό "δαλιανιδικό" θίασο (εξαιρουμένου του απόντα Σταμάτη Γαρδέλη). Τα νέα πρόσωπα που κάνουν τη διαφορά είναι ο "αδερφός" Τάσος Χαλκιάς και η "μάνα" Κούλα Αγαγιώτου (η γνωστή κυρα-Σοφία του Ρετιρέ). Ο Χάλκιάς δεν ταίριαζε στο είδος, αλλά μοιράζεται πολλές αγαπημένες trash στιγμές (όπως ο καυγάς του με το Μιχαλόπουλο με "έπαθλο" έναν... ενισχυτή). Αντίθετα, η Αγαγιώτου δίνει το over the top συναίσθημα που τόσο αγαπάμε να κράζουμε στο σινεμά-κατηγορώ της εποχής. Μαζί με τη δεδομένη αγάπη του Δαλιανίδη στα... σωματικά προσόντα του Μιχαλόπουλου, τις ατάκες-γνωμικά που σπάνε κόκκαλα ("Η μοτοσυκλέτα αποδείχτηκε η καλύτερη γκόμενα") και την υπέρτατη τσουλοποίηση της Αλιμπέρτη, η Στροφή είναι πιο large και διασκεδαστική απο τα Τσακάλια, ακόμα και όταν παρασύρεται απο ατελείωτες σκηνές-σφήνα που παγώνουν το ρυθμό (βλ. τα αγωνιστικά με τις μηχανές-ορισμό του χασμουρητού).

ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ (1983)
Το ολοκληρωτικά cult μέρος της τριλογίας έμελλε να είναι και η "ταφόπλακα" της επαναστατικότητας του Δαλιανίδη στα χρυσά 80s. Εδώ, το πρόβλημα δεν είναι τα ναρκωτικά αλλά... η αφραγκία. Αυτή οδηγεί Μιχαλόπουλο και Γαρδέλη στο έγκλημα, που δεν είναι άλλο απο την διάσημη πλέον ληστεία στη "ΦΑΓΕ" και στην αριστουργηματική σκηνοθετική της εκτέλεση. Πλην αυτού, άντε να μετρήσεις σε πόσες στιγμές σηκώθηκες να χειροκροτήσεις απο... trash ικανοποίηση μικρού παιδιού: Στο βιασμό της Καίτης Φίνου και στην άμεση επιλογή της να διαλέξει ως γκόμενο τον... βιαστή της; Στις αμέτρητες θεϊκές ατάκες του "Τρόμπα" που με χαρακτηριστική άνεση παρηγορεί τον κολλητό του λέγοντας "Ολος ο κόσμος είναι ενα μπουρδέλο, στης μάνας σου θα κολλήσουμε;"; Στους τραγικά γραφικούς β' ρόλους, όπως ο "τσάμπα μάγκας" Ευριπιώτης ή ο γκέι συνεπιβάτης του Μιχαλόπουλου (σε σκηνή που συνοδεύεται απο την αλήστου μνήμης προσβολή του Μιχαλόπουλου "Φτου σου πούστη!"); Στην ίδια τη σκηνή της ληστείας που καταλήγει εξαντλητικά... αγωνιώδης; Και είναι πολλά ακόμα που μπορείς να μετρήσεις για αυτή την αγαπημένη στιγμή, που χαρακτηριστικά συνοψίζει ολόκληρο το έργο και την προσπάθεια του Δαλιανίδη να μιλήσει σε όσο πιο απλή γλώσσα μπορούσε για κάτι που αφορά. 'Η που αφορούσε. Αλλά αφού μέχρι και σήμερα βλέπεις και ξαναβλέπεις με την ίδια κανιβαλιστική διάθεση τη συγκεκριμένη τριλογία, τότε ίσως, κάπου, κάποτε να αφορούσε και σένα και να αρνείσαι πεισματικά να το παραδεχτείς.

5.3.10

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ (***)


Eχετε έρθει στη θέση μου. Όλοι έχουν κάποιους σκηνοθέτες που τους τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση, ένα «κλικ» πιο πάνω από αυτούς που, απλά, τους αναγνωρίζουν. Όταν βλέπετε καινούρια ταινία τους, τρέμετε σχεδόν από συγκίνηση. Και, αναγκαστικά, η ματιά σας είναι υποκειμενική, δύσκολα εντοπίζει το «λάθος» και πανεύκολα εξαφανίζει το «μέτριο». Είναι ζήτημα αγάπης, όπως είπα, και αυτό είναι απόλυτα μη κατακριτέο κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Ένας τέτοιος σκηνοθέτης για μένα ήταν, είναι και θα είναι ο Τιμ Μπάρτον. Ακόμα και στην πιο μέτρια ταινία του, τον Πλανήτη των Πιθήκων, προσπερνούσα σχετικά ανώδυνα πολλές από τις αδυναμίες της, εκεί όπου άλλοι… έκραζαν με το τσουβάλι. Φυσικά, δε μου αρέσει διόλου να έρχομαι σε τέτοια θέση – θέλω η ταινία να είναι άψογη από μόνη της κι όχι να τη διαμορφώνει σε τέτοια η αστείρευτη λατρεία μου για το συγκεκριμένο δημιουργό. Υπό νορμάλ συνθήκες, δεν μπορείς με τίποτα να πεις πως η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων είναι μια κακή ταινία. Επ’ ουδενί. Είναι όμως, με αντικειμενικό μάτι, μια μέτρια ταινία. Την οποία ο Μπάρτον κάνει να δείχνει καλή. Δυστυχώς όμως, μόνο στα μάτια κάποιου που μπορεί με σχετική άνεση να ρίξει τη βαρύτητα των χτυπητών αδυναμιών της. Από την άλλη, για έναν τέτοιο θεατή, η απογοήτευση είναι ακόμα μεγαλύτερη και, φυσικά, το αποτέλεσμα «πονάει» πολύ περισσότερο από το να έβλεπες κάποιο άλλο όνομα κάτω από το «directed by».

Το βασικότερο πρόβλημα στην Αλίκη είναι, για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του Μπάρτον, η… μη αφήγηση! Τουτέστιν, το μεγαλύτερο χάρισμα – μετά την κατασκευή «εικόνων» – που έχει ο Αμερικάνος δημιουργός, δηλαδή η χαρισματική αφήγηση, είναι εδώ σχεδόν ολοκληρωτικά απών. Και τεράστιο μερίδιο ευθύνης φέρνει το ίδιο το σενάριο, ένα από τα μετριότερα που έχουν γραφτεί ποτέ για ταινία του, και που πάσχει από σοβαρότατη έλλειψη στοιχειώδους πλοκής όσο και σκιαγράφησης χαρακτήρων (κάτι που επίσης ήταν πάντα ένας από τους δυνατούς «άσσους» του Μπάρτον). Όσο και να χαίρεσαι τους ηθοποιούς (που παραμένουν ενθουσιαστικά «μπαρτονικοί», ευτυχώς), όσο κι υπάρχει το ιδιαίτερο, μαύρο χιούμορ που έχουμε αγαπήσει, όσο υπέροχα «σκιτσαρισμένα» κι αν είναι τα πάντα σ’αυτόν τον παραμυθένιο διάκοσμο, δεν μπορείς παρά να σταθείς στην ισχνή ύπαρξη αυτού του ιδιαίτερου magic touch, που σε άλλες δημιουργίες του ήταν αναβλύζον, ενώ εδώ απλά πέφτει με το σταγονόμετρο. Ίσως δεν το καταλαβαίνεις κατά τη διάρκεια, αλλά σου μένει μια ξινή γεύση στο τέλος – η γεύση του «στεγνού», του ανολοκλήρωτου. Η γεύση του… Πλανήτη των Πιθήκων.

2.3.10

ΠΡΟΧΕΙΡΟΔΟΥΛΕΙΑ


Aυτά τα σιχαμένα παλιόπαιδα δε λέγαν να το βουλώσουν. Δε σεβόντουσαν τίποτα. Φωνές, χτυπήματα και φασαρία. Είχαν σηκώσει όλη τη γειτονιά στο πόδι. Βλήτα πανικόβλητα.

Ο πιο αστείος τύπος, ο κηπουρός του πιο πλούσιου ανθρώπου στον κόσμο, κρύφτηκε στο σπιτάκι του σκύλου, όταν εκείνος ψόφησε απο τη φόλα που τού έριξε ο καστανάς. Οι πιτσιρικέοι αληταράδες τα κάναν όλα λαμπόγυαλο. Ο καστανάς σκοτώθηκε σε τροχαίο, όταν ενα ποδήλατο έπεσε πάνω σε ενα μηχανάκι κι αυτό εκσφενδονίστηκε στη μούρη του. Πάει κι αυτός. Πάνε όλοι γενικά.

Καμιά τριανταριά μέρες αργότερα, ο κηπουρός βγήκε έξω απο το σκυλόσπιτο ψάχνοντας να βρεί έναν Ανθρωπο. Το γέλιο του είχε κοπεί, αν και παρέμενε εξωφρενικά αστείος αν τον παρατηρούσες υπό γωνία. Σηκώθηκε, λοιπόν, και πέρασε απέναντι, πατώντας πάνω σε σωρούς ενήλικων πτωμάτων και φυσικά άφθονου σίδερου, ξύλου και χαλκού. Απέναντι, βρήκε ανοιχτή την πόρτα του μανάβικου και μπήκε μέσα. Είχε λίγο φως, ίσως επειδή ήταν ακόμα μέρα και ο ήλιος υπήρχε, παρά τις αντίθετες προβλέψεις.
Προχώρησε στο βάθος για να βρεί Ανθρωπο. Δε βρήκε. Ούτε ίχνος. Τα πιτσιρίκια άρχισαν να πλησιάζουν πάλι. Φωνές και κακό. Οχλος. Χάβρα. Ο κηπουρός, τρέμοντας απο το φόβο του, έτρεξε να κρυφτεί στη μικρή αποθηκούλα. Ευτυχώς, τα παλιόπαιδα δεν τον πήραν χαμπάρι.

Μέσα στη σκοτεινή αποθήκη, κουλουριασμένος καθώς ήταν, άκουσε ενα κλάσμα λυγμού. Μια σταγόνα. Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρυσε κάποιον τύπο δίπλα του να κάθεται κι αυτός κουλουριασμένος, να τρέμει και τα μάτια του σε βούρκο. Ο κηπουρός, στοϊκά, τον πλησίασε.
"Πως σε λένε;" τον ρώτησε.
"Α" του απάντησε εκείνος με τρεμάμενη φωνή.
"Γιατί είσαι έτσι; Σε πείραξε κανείς;"
"Οχι" του απάντησε ο Α. "Απλά σκεφτόμουνα. Τώρα θέλω να σταματήσω γιατί με πονάει".

Ο κηπουρός τον θυμήθηκε. Τον ήξερε. Φιγούρα γνώριμη. Νόμιζε πως ήταν νεκρός. Αλλά, τελικά, δεν ήταν ικανός να κάνει μια δουλειά σωστή. Απλά, την έκανε.

Και ο κηπουρός, μετά απο καιρό, έσκασε στα γέλια.