26.7.07

ΜΑΘΕ ΣΤΟ ΔΑΝΙΚΑ ΛΙΓΗ ΜΠΑΛΑ...


Το γιατί ο Ταραντίνο είναι σπουδαία μούρη το ξέρουμε. Εμείς που αγαπάμε το σινεμά περισσότερο απο τον εαυτό μας. Εμείς που γουστάρουμε. Που τη βρίσκουμε με το αντικείμενο, ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με τους δυσκοίλιους δηλαδή, σαν το Δανίκα.
Ο τύπος ο απερίγραπτος χαρακτήρισε "σκουπίδι" το Death Proof και έσυρε στον Κουέντιν τα μύρια όσα προκειμένου να βγάλει το άχτι που έχει μέσα του, επειδή ο ίδιος δεν χρησιμεύει σε τίποτα σε αυτόν τον πλανήτη, τον ξέρει μόνο η μάνα του, δεν έχει ιδέα απο σινεμά, απο λαϊκές κουλτούρες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές (ακόμα και τη δικιά του) και, κυρίως, για να τρέφει τον άκρατο σνομπισμό απέναντι σε κάθε τί που τυγχάνει να είναι πιο έξυπνο απο εκείνον.
Ανθρωποι σαν το Δανίκα μου γυρνάνε τ'άντερα - και δεν είμαι κατά της ελευθεροτυπίας, προς Θεού. Απλά, αγαπώ τόσο πολύ το σινεμά, που όταν διαβάζω κείμενα ανθρώπων με βιδωμένα σκουπόξυλα στον κώλο τους, γεμάτα λέξεις αφοριστικές για κάτι που προφανώς δεν ταιριάζει στη μουχλιασμένη, συντηρητική, αγαμήτου και απάρτου γωνία αισθητική τους, παθαίνω κάτι που δεν περιγράφεται. Γάμησέ τα. Και να φανταστείς φίλε μου, οτι κάποιοι κάθονται και τους διαβάζουν ακόμα κάτι τέτοιους ντεκαυλέ γραφικούς τάχα μου διανοούμενους της πλάκας και τους δίνουν και σημασία απο πάνω. Αυτοί έχουν ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα και θα πεθάνουν ακόμα πιο δυστυχισμένοι. Σοβαρά.

Υ.Γ. Το Death Proof, παρεπιπτόντως, τα σπάει κανονικότατα. Είναι να το πάρεις απόφαση ρε φίλε. Ο τύπος κάνει σινεμά για την καύλα του θέματος. Και για να συμπορευετείς, να τον καταλάβεις, να μη σιχτιρίσεις τέλος πάντων, πρέπει να έχεις δροσιά μέσα σου. Αμα είσαι πεθαμενατζής και κομπλεξικός, δεν τρως. Λοιμοκτονείς.

20.7.07

ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΚΑΙ ΤΟ @

Ναι ξέρω, εμείς φταίμε. Είμαστε ζώα, δε νιώθουμε, πίνουμε μπάφους και παίζουμε Pro όπως οι Locomondo.
Εννοώ τούτο: με κάτι πρόχειρους στατιστικούς υπολογισμούς που έκανα στον ύπνο μου τις προάλλες, αποκαλύφθηκε με αξιοκρατικά και αδιάβλητα στοιχεία οτι το γεγονός πως οι άντρες ηλικίας 10-40 περνούν τις περισσότερες ώρες μπροστά απο έναν υπολογιστή ή μια οθόνη τηλεόρασης είναι αποτέλεσμα της κλιμακτηρίου. Οχι της δικής τους, φυσικά...
Το μουνί, ρε παίδες. Αυτή η μαλακία. Παλιότερα δεν υπήρχαν pc-ιά και παπαριές, κάτι ουφάδικα της πλάκας, μπιλιαρδάδικα, άντε στο τσακίρ κέφι και κανένα λαϊκό pacman της παρηγοριάς. Ο τυπάς την έβγαζε αλλιώς. Γαμούσε όποτε ήθελε. Κι ό,τι ήθελε, συνήθως. Οι γυναίκες γουστάρανε. Κι όλοι ήμαστε μια ευχάριστη παρέα. Και μετά ήρθαν οι μέλισσες, αγαπητέ μου αναγνώστη.
Δεν ξέρω, βέβαια, αν οφείλεται στις μέλισσες, αλλά αυτό το "κλεισομούνι" που σέρνει τη γυναικεία αυτοπεποίθηση δεν μπορώ να το συλλάβω λογικά με κάποιο τρόπο. Τώρα ο νέος δεν γαμάει, γιατί ενώ θέλει, η άλλη δεν κάθεται για χίλιες-δυο δικαιολογίες της πίπας (τις οποίες, ωστόσο, ο λειψός της εγκέφαλος της χωνεύει κανονικότατα) κι αυτός, όταν δε διαβάζει ή δουλεύει, πρέπει να ασχοληθεί με κάτι. Τώρα που η τεχνολογία γαμιέται στο ανέβασμα, το ίντερνετ είναι η χαρά του ανικανοποίητου καυλομάχου. Το playstation το ίδιο. Και δώστου. Κολλημένοι στην οθόνη, να ψάχνουμε ΑΧΡΗΣΤΑ πράγματα να γουστάρουμε. Ακόμα και μουνιά ψάχνουμε. Δεν τα γαμάμε, βέβαια, αλλά η ιδιότητά τους δεν αλλάζει, σωστά;
Και οι πουτάνες (οι επαγγελματίες, εννοώ κύριε Πρόεδρε); Αυτές πλέον βαριούνται περισσότερο απο τον Αντώναρο. Και ανεβάζουν και τις τιμές. Ούτε εκεί βρίσκει απάγγειο η πούτσα. Αρα, μαθηματικά μιλώντας, καταλήγεις με σύντομες διαδικασίες, σε κάτι που ούτε μιλάει, ούτε διαμαρτύρεται, ούτε γκρινιάζει, ούτε αιμορραγεί πέντε μέρες χωρίς να πεθαίνει, ούτε κοστίζει πολύ: Ηλεκτρονικός Υπολογιστής. Και μια γραμμούλα ADSL κατά προτίμηση τεσσάρα για τα γκάζια. Α, και μια καλή κάρτα γραφικών. Αντε και κανένα Pro. Και οπωσδήποτε ένας μπάφος, να εξολοθρεύονται και οι καύλες...

14.7.07

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΕΙΤΕ! (ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΑ...)


Ρε παιδάκι μου, δεν έχω πρόβλημα με τα πλουμιστά blockbusters, ούτε με τη φασαρία του DTS, ούτε με τα πολύπλοκα εφεδάκια που μπορείς να κάνεις χάζι για ώρες. Ούτε με την προώθησή τους, ούτε με το μάρκετινγκ, ούτε με τίποτα. Αλλά ρε φίλε... Δυόμιση ώρες;;;
144 λεπτά αγαπητέ μου. Ο Μάικλ Μπέι δεν θεωρείται σκηνοθέτης κατ'εμέ, αν και το Armageddon του είχε ωραία φάση. Βιντεοκλιπάς είναι ο τύπος, γεννημένος προβοκάτορας της διαφήμισης και της αισθητικής της. Η οποία δεν είναι απορριπτέα, μην τρελαθούμε. Απλά, σινεμά μόνο με αυτά δεν κάνεις. Κομπλάν.
Αλλά το Transformers κουβαλούσε πολύ σούσουρο απο πίσω του. Εκείνο το καρτούν, τα φετιχιστικά παιχνιδάκια της εποχής (που αργότερα εξελίχθηκαν κι αυτά για να ανανεώσουν τον κύκλο τους ως προϊόντα) και τα λοιπά. Τεράστια παραγωγή, πακτωλός εκατομμυρίων στο βωμό μιας ατελείωτης φασαρίας. Και το πρόβλημα, όπως είπα και πριν, δεν είναι τόσο στη "φασαρία", όσο στο "ατελείωτη". Δεν αντέχεις ρε αδερφέ, πώς να το κάνουμε. Τη βλακεία μπορείς να τη χωνέψεις - πολλές φορές είναι και δυναμωτική. Αλλά δεν την αντέχεις για πολύ, κακά τα ψέματα.
Σε ταινίες σαν το Transformers πας προετοιμασμένος. Ξέρεις πάνω-κάτω τί θα δείς πολύ πριν μπείς στην τιγκαρισμένη αίθουσα, και έχεις πείσει τον εαυτό σου για αυτό που πας να κάνεις. Αλλά εγώ τελικά έφυγα ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ. Οσο κι αν ακούγεται κουλό. Τίποτα δε λειτουργούσε αδερφέ μου, μα τω Θεώ. Κακή κωμωδία. Πολύ κακή. Και το θέαμα κουραστικό με τα ατέρμονα close-up στα εντυπωσιακά εφέ. Και βαβούρα ατελείωτη. Τα ξανάπαμε. Καμένα λεφτά, για μένα. Για το box-office, πάλι, και τους αναλυτές του, τρελή κούρσα. Μέχρι το σίκουελ θα 'χουμε να λέμε. Αλλά με κάτι τέτοια, βαριέσε και να χασμουρηθείς...

Υ.Γ. Η σκηνή με το Autobot να "λιπαίνει" την καρικατούρα του Τζον Τορτούρο έχει ήδη μπεί στο ράφι της σκουπιδοcult ανθολογίας που άνοιξε με ταινίες σαν το Μπάτμαν και Ρόμπιν...

11.7.07

ΠΟΥ ΚΟΛΛΑΩ ΣΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;

Ε, ρε ψυχή μου κηδείες!
Η παραπάνω ατάκα ανήκε στον Μιχάλη Αρσένη, τον ηθοποιό που υποδύθηκε τον κουφό ιδιοκτήτη του γραφείου κηδειών στο The Κόπανοι. Καμία σχέση, θα μου πείτε. Και πώς μου ρθε αυτή η μαλακία στο μυαλό, καλοκαιριάτικα, με τον ήλιο τίγκα στη ντάλα, τα ξέκωλα ρέοντα άφθονα και τον σακχαρόπηκτο ερωτοβλαμμένο διαβήτη να μπαίνει στο βιβλίο Γκίνες;
Δεν υπάρχει απάντηση, μάγκα μου. Είσαι τόσο γελοίος τύπος όσο νομίζεις ή κάνεις τον γελοίο για να αποσπάσεις το χειροκρότημα συμπαράστασης στον τρελό του χωριού; Γιατί, κακά τα ψέματα, το παραμυθάκι πουλάει. Είναι ωραίο παραμύθι, κι εμένα μου αρέσουν πολύ τα παραμύθια.
Αλλά στο δια ταύτα, δεν μπορώ να κατανοήσω πώς μπαίνεις κάπου. Εντάξει, ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις. Ενίοτε κι απο το παράθυρο, το πορτάκι του σκύλου, το τζάκι ωσάν τον Αντι-Βασίλη, ακόμα και απο το ίντερνετ μπορείς να μπείς κάπου, αρκεί να είσαι άνω των 18 ή φοβερά καυλωμένος για τη πιτσιρικο-ηλικία σου. Αλλά εκτός απο αυτά, πώς μπαίνεις διαφορετικά; Και πώς μένεις εκεί μέσα; Πώς σταθμίζεις τα πρέποντα και τα απρέποντα; Πώς το "παίζεις" το παιχνίδι; Εγώ όλο απορίες είμαι. Και απάντηση, γαμώ την τρίαινα, δεν βρήκα ποτές.
Τί είναι η παρέα για σένα, νέε μου; Εσύ, που ξεστραβώνεσαι τούτη την άχαρη ώρα μπροστά απο αυτόν τον ραδιενεργό καρκίνο, ξέρεις για τί πράγμα μιλάμε ή αφαιρέθηκες πάλι; Ποιόν πας να κοροϊδέψεις; Οπως το 'λεγε ο Αγγελάκας "δεν χωράς πουθενά" - και μιλάμε για τραγική διαπίστωση. Δεν υπάρχουν παρέες, μόνο κονκλάβια, όπως θα προσέθετε ο μαλάκας Νταν Μπράουν. Κι εγώ (κι εσύ, ψάξου καλύτερα) δεν ανήκω σε κανένα κονκλάβιο, όχι επειδή δε θέλω, αλλά επειδή ΔΕ ΜΠΟΡΩ. Μα τω Θεώ. Πού την ψάχνεις ρε φίλε; Με τί όπλα πας στον πόλεμο; Το γεγονός οτι για τους υπόλοιπους είσαι κάτι ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ, το λαμβάνεις καθόλου υπόψη σου; Τι σόι τσουτσέκι παριστάνεις;
Είπαμε. Παρέες γιοκ. Φιλίες του πούτσου. Αντρες και γυναίκες, για σχέσεις του κιλού. Δεν υπάρχουν και σχέσεις, άσχετε. Λίγο γαμήσι να κάψουμε προστάτη. Στα υπόλοιπα γράψε "άτοπο", η εξίσωση δεν βγαίνει.
Δυό γραμμές σου δώσαμε να διαβάσεις. Κι εσύ, αντί να προσθέσεις μυαλό, συνεχίζεις να κουράζεις όσο σου έμεινε. Τα θέλει ο κώλος σου κι εσένα, ανίδεε!
Ε, ρε ψυχή μου κηδείες!

8.7.07

ΔΕ ΒΡΕΧΕΙ... ΣΕ ΦΤΥΝΟΥΝ!

Χάρηκα που σήμερα θα έβγαινα έξω λίγο πιο "κυριλέ", όχι γιατί είμαι καμιά ψωνάρα (είμαι, αλλά το συζητάμε άλλη φορά), αλλά επειδή το είχα και λίγο ανάγκη μετά απο τόσους μήνες εγκλισμού λόγω φοιτητικών υποχρεώσεων.
Είχε γενέθλια ένας φίλος. Πήρα το αμάξι μου. Το παρκάρω κοντά στο μαγαζί. Μπαίνοντας μέσα, αρχίζουν - χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο - να με ζώνουν μαύρα φίδια, που λέει κι ο Βας Βας. Μήπως μου το σπάσουν εκεί στα σκοτεινά, μήπως είμαι παράνομος και μου πάρουν καμιά πινακίδα, μήπως φάω καμιά κλήση (και τσούζουνε τελευταία οι γαμημένες), μήπως μου κάνουν καμιά χαρακιά τίποτα κωλόπαιδα, μήπως, μήπως... Αποφασίζω τελικά να πάω να ρίξω μια ματιά, έτσι για να μου φύγει η πετριά. Φτάνοντας, βλέπω το μπατσικό να παίρνει σβάρνα ένα-ένα τα αυτοκίνητα της μεριάς μου, και να κόβει κλησάρες αβέρτα, χωρίς φόβο και πάθος. Τρέχα μαλάκα! Μπαίνω μέσα, και λίγο πριν φτάσουν σε μένα, βάζω μπρος και κάνω να φύγω. Φεύγοντας, ακούω έναν μάλλον δυσάρεστο ήχο. Δε δίνω σημασία. Στην σύντομη αναζήτηση νομότυπου πάρκινγκ που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε τί προκάλεσε τον προαναφερθέντα ήχο. Πάει το λάστιχο, μάγκα! Πίσω δεξιά ρόδα. Σταματάω κακήν-κακώς μπροστά απο την είσοδο ενός... στρατοπέδου (χάθηκε ενα βουλκανιζατέρ διανυκτερεύον...). Περιμένω σαν τη βρεγμένη πάπια απο τον ιδρώτα να καταφθάσει στον τόπο του εγκλήματος ένας φίλος μου για να με βοηθήσει, καθότι είμαι τόσο άχρηστος που δεν μπορώ να αλλάξω ούτε λάστιχο.
Ο φίλος φτάνει, αλλάζει σε πέντε λεπτά το λάστιχο με τη ρεζέρβα, βάζω μπρος και παρκάρω κάπου πιο δίπλα. Η βραδιά συνεχίστηκε, είπα να ηρεμήσω και να φχαριστηθώ τουλάχιστον μέχρι να φύγω.
Η ώρα πέρασε και λέω να φύγω. Φτάνοντας στο αμάξι, είπε κάποιος "ε, μη τη γλιτώσει τόσο εύκολα αυτός" και μου στέλνει ενα άλλο αμάξι να παρκάρει ακριβώς πίσω απο μένα, σε ανηφόρα, και με άλλο αμάξι μπροστά μου! Αντε, να κάνουμε μανούβρες, να ξεκωλιάσουμε συμπλέκτη και φρένα μπας και γυρίσουμε σώοι και αβλαβείς στα σπίτια μας. Αμ δε! Τί παρατήρησε το ήδη κατακόκκινο μάτι του Κλουζό-αφηγητή; Μια χαρακιά απο άκρη εις άκρη στην πόρτα του συνοδηγού! Ολε! Είχε πέσει πάνω μου η τύχη όλων των άτυχων του κόσμου, φανερά πλέον.
Γεμάτος αυτοπεποίθηση και ικανοποίηση για την τέλεια βραδιά, ξεκινάω για το σπίτι. Επί μία ώρα κολλημένος και με σημειωτόν στην Ποσειδώνος. Ετσι ρε πούστη, να μη φτάσεις ποτέ! Και φυσικά, όλο το πήξιμο έπεφτε στη λωρίδα που βρισκόμουν εγώ, όσες κι αν άλλαξα. Και περνώντας, έτσι για γκραν φινάλε, δίπλα απο την κεντρική πλατεία της Γλυφάδας, ανοίγει ξαφνικά το αυτόματο ποτιστήρι της αριστερής νησίδας, την ώρα ακριβώς που περνάω εγώ, με ανοιχτό παράθυρο! Κάναμε και το μπάνιο μας...
Τελικά έφτασα σπίτι, κατά τας γραφάς. Κι αμα ξαναπάρω αυτοκίνητο, να κάτσω να με ψηφίσετε...

5.7.07

BEDTIME STORIES: Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ Η ΜΥΚΟΝΟΣ


Ηταν το νησί των ανέμων. Η άμμος του φτωχού. Το αλάτι των Κυκλάδων. Το ασπρονήσι του Γαλάτη. Ηταν η θεά του Αιγαίου. Ενας προορισμός βγαλμένος απο ενα μαγεμένο παραμύθι με πριγκίπισες και μεταξοσκώληκες. Μέχρι ΕΚΕΙΝΗ την ημέρα...
Ηταν 8 το πρωί. Καλοκαίρι. Το νησί έσφιζε απο ζωή. Οι ψαράδες με το χαμόγελο στα χείλη μόλις γυρνούσαν απο το βραδυνό ψάρεμα. Είχαν πιάσει τέσσερα ολόκληρα ημιλιθρίνια. Στο λιμάνι τους περίμενε ο πιο αγαπημένος τους αρχοντοχωρικός, ο Μιχάλης Ασλάνης. Οι καλημέρες τους πλημμύρισαν χαρά το πολύπαθο ασπρονήσι. Παντού υπήρχε διάχυτη η απλότητα της καθημερινής ευτυχίας, έτσι όπως την βιώνει ο χαμηλόμισθος και ο συνταξιούχος.
Ωρες χαράς. Στιγμές γιορτής. Ωσπου ακούστηκε η σειρήνα. Δεν ήταν η σειρήνα του γάμου της Μαριλένας Παναγιωτοπούλου, ούτε η σειρήνα της τσιρίδας του Πέτρου του πελεκάνου. Ηταν η σειρήνα του ΠΟΛΕΜΟΥ.
Ναι, η Μύκονος δεχόταν επίθεση. Επίθεση απο πολεμικά αεροσκάφη της Σπαρτιατικής Αεροπορίας, που με διαταγή του Αδωνι Γεωργιάδη έσχιζαν το μυκονιάτικο ουρανό τρομοκρατώντας τους φιλήσυχους, ελληνορθόδοξους κατοίκους του. Η επίθεση γινόταν απο τον αέρα - τον αέρα, που τόσο στήριξε το πολύπαθο νησί, που με τόση θέρμη και συμπάθεια αγκάλιαζε τα πλοία της BlueStar που καταφθάνανε δια πυρός και σιδήρου όταν είχε 10 μποφόρ. Ω, τι ξεδιάντροπη ειρωνεία!
Οι τρισχαριτωμένοι (πιο χαριτωμένοι δε γίνεται) κάτοικοι και επισκέπτες του νησιού, έτρεχαν πανικόβλητοι. Οι έξυπνες βόμβες του Αδωνι κατασπάραζαν κάθε γωνιά της μαρτυρικής νήσου, κατέστρεφαν και ισοπέδωναν τα ιστορικά μνημεία της Ψαρούς και του Super Paradise. Ο Μιχάλης ίσα που πρόλαβε να ψελίσσει μια κραυγή αγωνίας: "Σουσέλ", αναφώνησε και έπεσε νεκρός, πάνω σε μια στοίβα απο τέσσερα ολόκληρα ημιλιθρίνια.
Μέσα σε λίγα λεπτά, τα πάντα έγιναν στάχτι. Το ιστορικό ασπρονήσι βούλιαζε στα καταγάλανα (λόγω πετρελαίου) νερά του πελάγους, τόσο άνδοξα και τόσο ανέντιμα. Χάρη στην προσωπική ματαιοδοξία ενός φιλόδοξου, ακροδεξιού και ομοφοβικού ηγέτη-εκδότη-γραμματέα τύπου, η ομορφότερη κουκίδα του ελληνικού χάρτη πήρε το δρόμο προς τη λήθη.
Λίγοι ήταν οι επιζώντες, που κατάφεραν μέσα απο τη βαριά καταδίκη του ιερού τους τόπου να αρθρώσουν μερικές λέξεις ως ελάχιστο φόρο τιμής. Ενας απο αυτούς, ο προύχοντας του νησιού Λάκης Γαβαλάς, σήκωσε και το λάβαρο της μυκονιάτικης επανάστασης: "Δε θα μας λυγίσουν εμάς αυτοί οι ξεράσογλου παλιο-βρωμο-κακο-βλακο-you-know-whatever! Εμείς θα προτάξουμε τα στήθη μας και θα ξανακάνουμε τη Μύκονο το νησί όλων των Ελλήνων! Εμπρός, καλιαρντογκαγκάδες! Η Μύκονος ζεί! Αυτή μας οδηγεί!"...
Λίγες μέρες αργότερα, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος κύρηξε τη μέρα της Πτώσης του νησιού των Ανέμων ως ημέρα Εθνικού Πένθους και τη δήλωση του Λάκη Γαβαλά ως θέμα στις επόμενες Πανελλήνιες Εξετάσεις στο μάθημα της Εκθεσης.
Ως φόρο τιμής στα θύματα της Εθνικής Τραγωδίας, ετοποθετήθη μετά απο απαίτηση πολλών πελατών του Κώστα Καίσαρη, μια μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματά τους μπροστά απο την κεντρική είσοδο του Κοινοβουλίου.

ΟΙ ΠΕΣΩΝΤΕΣ (ΚΑΙ ΔΙΨΩΝΤΕΣ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΝ):
Ασλάνης Μιχαήλ
Μπάρμπα Βάνα
Κωστέτσος Βασίλειος
Παναγιωτοπούλου Μαριλένα
Πελεκάνος Πέτρος
Μαζωνάκης Γεώργιος
Μενεγάκη Ελένη
Τσέλιος Γεράσιμος
Ρώμας Χάρης
Σόμμερ Κωνσταντίνος
Μαστροκώστα Γεωργία
Φιλήμμων (άνευ επιθέτου)
Ψινάκης Ηλίας
Σπυρόπουλος Κωνσταντής
Μεϊμαράκης Ευάγγελος (δεν ήταν στο νησί, αλλά πήγε απο τη στενοχώρια του)
Αλεξανδράτου Τζούλια

ΑΘΑΝΑΤΟΙ !!!!!

3.7.07

SPOILER ALERT!


Τα παρακάτω χαριτωμένα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του σίκουελ του Hostel, που θα δούμε εδώ χάμω μεθαύριο:

  • Μια διεστραμμένη σαραντάρα γδύνεται και ξαπλώνει σε μια άδεια πισίνα, γδέρνοντας με αργούς, "σέξι" ρυθμούς την κρεμασμένη ανάποδα στο ταβάνι νεαρά κορασίδα με ενα τεράστιο θεριστικό εργαλείο, αφήνοντας το αίμα να πέσει στο γυμνό κορμί της, προκαλώντας της ρίγη ηδονής.
  • Ενας υποψήφιος δολοφόνος υφίσταται ωμό ακρωτηριασμό πέους απο... κάβουρα και μάλιστα απο τα χέρια ενός νεαρού, θηλυκού υποψήφιου θύματός του.
  • Η ίδια νεαρά, αποκεφαλίζει εξίσου εντυπωσιακό νεαρό μοντέλο μπροστά στα μάτια 10χρονων αγοριών, τα οποία αποφασίζουν να το διασκεδάσουν αργότερα, παίζοντας ποδόσφαιρο με το ίδιο το κεφάλι!
  • Ενας άλλος υποψήφιος δολοφόνος, τεμαχίζει σιγά-σιγά το αρσενικό θύμα του, "τηγανίζοντας" σε στιλ Χάνιμπαλ Λέκτερ τα κομμάτια κρέατος που του αποσπά, απολαμβάνοντας το λουκούλειο γεύμα του...
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Μιλάμε για τρελή πετριά του Ιλάι Ροθ. Οσοι είχατε την τύχη να δείτε ολόκληρο το Grindhouse, θα θυμάστε το ψευδο-τρέιλερ που σκηνοθέτησε ο ίδιος για μια ταινία με τίτλο Thanksgiving. Τα όσα αποκρουστικά είχατε δεί εκεί, εδώ πολλαπλασιάζονται και προσφέρονται σε one-way πακέτο για 90 λεπτά τελειωτικής αποστροφής.
Αλλά, καλώς ή κακώς, η ταινία - για μένα τουλάχιστον - μετράει. Οσων το στομάχι αντέχει, και έχουν ξεχάσει τις παρωπίδες σπίτι τους, ίσως πιάσουν κάτι παραπάνω απο την προφανή αιματολαγνεία. Μπορεί και να υπερβάλλω και το δίκιο τελικά να είναι με το μέρος των πολεμίων του φιλμ και του ίδιου του Ροθ. Αλλά κάπου μέσα μου αισθάνομαι οτι τούτο το σίκουελ λέει λίγα περισσότερα - αν θεωρήσουμε οτι κάπου υπάρχει "ζουμί" στην όλη ιστορία - απο τον προκάτοχό του. Τί να πω. Μπορεί να έχω ξεφύγει κι εγώ. Αλλά ανυπομονώ να τσεκάρω αντιδράσεις και εντός αιθούσης, κυρίως απο τους λίγους τολμηρούς που θα κάτσουν μέχρι το τέλος...

2.7.07

BEDTIME STORIES: Ο ΒΥΡΩΝ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό, σε ενα μικρό σπίτι στο λιβάδι ζούσε ο μικρός Βύρων. Οι γονείς του ήταν και οι δύο δάσκαλοι του χωριού, άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος γι'αυτό και ο μικρός Βύρων είχε απο μικρός έφεση στις τέχνες και τα γράμματα. Του άρεσε πολύ η ποίηση - όταν ήταν μόλις εννέα ετών, έγραψα το πρώτο του ποίημα με τίτλο "Η μπριγιαντίνη του Σεληνόφωτος", που κέρδισε και το πρώτο βραβείο στο σχολικό διαγωνισμό ποίησης "Κεραμίδια και Γυψοσανίδες".
Μια μέρα, ο ανήσυχος και πολυμήχανος Βύρων βγήκε πουρνό-πουρνό στην αυλή του χαριτωμένου σπιτιού του για να χαζέψει το ηλιοβασίλεμα και να εμπνευστεί για την καινούρια του ποιητική συλλογή. Οταν είχε φτάσει τα πρώτα επίπεδα νιρβάνας και άρχισε να ψελλίζει τους πρώτους στίχους ("Σούρουπο κι αστροφεγγιά, λέξεις μαγικές, μπουγάδες και συρτάρια..."), αντίκρυσε ενα αποτρόπαιο θέαμα. Μια πύρινη μάζα κατευθυνόταν προς το μέρος του, κατασπαράζοντας και τους τελευταίους πνεύμονες πρασίνου της περιοχής. Ο Βύρων σάστισε για μια στιγμή, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Αποφάσισε να ορθώσει το ανάστημά του και να αντιμετωπίσει με ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ διαδικασίες τον πύρινο εφιάλτη που απειλούσε την ησυχία και τη γαλήνη του τόπου όπως οι λαθρομετανάστες. Πήρε βαθιές ανάσες, χτενίστηκε και άπλωσε το χέρι του γραπώνοντας μια δεσμίδα άγρια χόρτα. Σήκωσε τη δεσμίδα, την έδειξε στην πύρινη μάζα και αναφώνησε δυνατά κι ελληνικά "This is σπαρτά!".
Η φωνή του ακούστηκε σε όλη την εκλογική περιφέρεια του λιβαδιού. Εντρομοι οι κάτοικοι, βγήκαν απο τα σπίτια τους και άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά κι αριστερά. Ο Βύρων τους πλησιάσε λέγοντάς τους με στόμφο "Non Nobis Domine", καθησυχάζοντάς τους. Αλλά ο πύρινος εχθρός του έθνους όλο και δυνάμωνε, όλο και πλησίαζε. Ο Βύρων, με μια αποφασιστική κίνηση τρέχει προς τη μεριά του. Οι κάτοικοι, κοιτούσαν με μάτια που κλαίνε τον μικρό ήρωα να εφορμεί προς τη φωτιά, γεμάτος περίσσειο θάρρος και αλογίσια
αυτοπεποίθηση (ε;)...
Λίγες ώρες αργότερα, η πύρινη λαίλαπα είχε καταστρέψει τα πάντα. Δεν είχε μείνει ίχνος πράσινου, μήτε πανίδας, μήτε μελίγκρας. Οι λιγοστοί κάτοικοι που είχαν απομείνει στην περιοχή, έκλαιγαν για τον χαμό του μικρού Βύρωνα. Οταν καταλάγιασε η στάχτη και ο ουρανός ήταν πάλι άσπρος-ξέξασπρος κι απο τον ήλιο ξεξασπρότερος, η ελπίδα γύρισε και πάλι στο μικρό λιβάδι. Ο Βύρων ήταν εκεί. Σκαρφαλωμένος πάνω στον αγαπημένο του πυλώνα της ΔΕΗ, κοίταζε με μάτια δακρυσμένα το χάος που έφεραν οι φλόγες του Σατανά.
Οι λιγοστοί κάτοικοι ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Ο μικρός Βύρων κατέβηκε απο τον πυλώνα και τους πλησίασε και τους αγκάλιασε έναν-έναν. Ηταν μια στιγμή απόλυτης ευτυχίας...
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Βύρων μεγάλωσε και έγινε υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Και δεν ξέχασε ποτέ τον αγαπημένο του πυλώνα. Είναι ο μόνος που διατηρήθηκε στη θέση του όταν κάηκε όλη η Πάρνηθα...

ΤΕΛΟΣ

Υ.Γ. Ο "λύκος" του τίτλου ενέχει αλληγορικής σημασίας. Η επεξήγηση μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο διαγγελμάτων του πρωθυπουργού και στο σχετικό δελτίο τύπου. Αλλη ερώτηση.

1.7.07

ΣΤΑ ΡΕΤΙΡΕ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΑ


Το Ρετιρέ μέχρι σήμερα κατέχει το ρεκόρ επαναλήψεων στην ελληνική ιδιωτική τηλεόραση. Απο το 1991 και την πρεμιέρα του στη συχνότητα του Mega, παίζεται ανελλιπώς κάθε χρόνο, συνήθως γεμίζοντας τις τεράστιες τρύπες των θερινών προγραμμάτων. Αλλά δεν λείπει ποτέ, σε αντίθεση με άλλα, σαφώς εμπορικότερα σίριαλ, που πλέον δεν τα βλέπουμε πουθενά.
Ο Δαλιανίδης, εμπνευστής και "καθοδηγητής" τούτου του τηλεοπτικού έπους επί δυόμιση σεζόν (ουσιαστικά σταμάτησε κάπου στον Οκτώβριο του '93, με ταυτόχρονες επαναλήψεις των παλιότερων επεισοδίων) μας δίδαξε πολλά. Στην πραγματικότητα, το Ρετιρέ, ΔΕΝ είναι μια κωμική σειρά - για την ακρίβεια δεν είναι ούτε στο απειροελάχιστο αστεία. Ούτε καν "εύθυμη", όπως ανέφερε ο εισαγωγικός τίτλος. Συνεχείς τσακωμοί, μουρμούρες, τσιρίδες, υστερίες, φιλονικίες, πισώπλατα μαχαιρώματα, βρισίδια με το "γάντι" (ζήτημα αν ακούστηκε μια-δυο φορές η λέξη "μαλάκας" σε ολόκληρη τη σειρά!), παρεξηγήσεις και γκρίνια. Γκρίνια ατελείωτη. Τόση, που το κεφάλι σου δεν άντεχε άλλο και ήθελες να σπάσεις τη συσκευή απο τα νεύρα σου. Τα νεύρα, παρεπιπτόντως, ήταν συνέχεια στην τσίτα. Δεν υπήρχε στιγμή που τα πνεύματα να ηρεμούσαν. Πάντα κάτι θα γινόταν που θα τίναζε τα πάντα στον αέρα και οι τσακωμοί θα γίνονταν ώρα με την ώρα εντονότεροι και πιο βάναυσοι, πιο ανυπόφοροι. Αυτό ήταν το "χιούμορ" του Ρετιρέ. Λαϊκισμός, κιτσαρία, σκηνές που ξεχνούσαν να τελειώσουν, φλυαρία, άσχημες γυναίκες (η Κλαίρη Κατσαντώνη/Ελένη, με την κουραδοκαφέ γκαρνταρόμπα της, το χτένισμα-"Μαρία η Ασχημη" και το μουστακάκι μπαρμπα-Γιώργος υποτείθεται πως ήταν το κρυφό αντικείμενο του πόθου!), ξενέρωτοι άντρες, β' ρόλοι απο τον άλλο κόσμο (ο Μάκης Δελαπόρτας επιδιορθωτής τηλεοράσεων!), καμία ανατροπή. Τη στιγμή που η ιδιωτική τηλεόραση άρχιζε πλέον να γίνεται θεσμός για κάθε ελληνικό σπίτι, τη στιγμή που άλλες κωμικές σειρές βρισκόντουσαν ήδη μπροστά απο την εποχή τους (βλ. Απαράδεκτοι), ο Δαλιανίδης επέμενε σε άλλες εποχές, κολλημένες τουλάχιστον 20 χρόνια πριν και φτηνά συνδεδεμένες με το σήμερα (αρκεί να παρατηρήσει κανείς το ντύσιμο και τα χτενίσματα που δεν έλεγαν με τίποτα να ξεφύγουν απο την κακογουστιά των 90s).
Και αυτή ήταν η ΜΑΓΚΙΑ του. Σήμερα, το Ρετιρέ, ρεταλιασμένο απο τις συνεχείς και εξαντλητικές επαναλήψεις μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Ισως επειδή πρόκειται για τη μοναδική κωμική σειρά που ΔΕΝ γέλασε ποτέ κανείς. Ισως επειδή μοιάζει τόσο ξεπερασμένη σε ύφος και καταστάσεις όσο και τα ανέκδοτα με Πόντιους. Ισως επειδή είναι τόσο συντηρητική στη γλώσσα και τα πρόσωπα, που καταντά ρετρό μέχρι αναγούλας. Ισως επειδή τα νεύρα μας μάς έχουν ήδη σμπαραλιαστεί απο το άγχος και δεν αντέχουμε δεύτερο γύρο υστερίας μέσα απο τις γκαρίδες της Γιουλάκη και του Ευαγγελόπουλου. Ελα όμως, που ο Δαλιανίδης έφτιαξε ένα τόσο φριχτό αποτέλεσμα, που όσοι μεγάλωσαν με τις εικόνες του, τις εικόνες της χαραυγής της ιδιωτικής τηλεόρασης (όπως εγώ) το έχουν άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικό τους δρόμο προς την εφηβεία και τη γνωριμία με τον "κόσμο".
Πρέπει να ήμουν 8-9 χρονών όταν σταμάτησε το Ρετιρέ. Εκτοτε, έχω δεί εκατομμύρια κωμικά σίριαλ και ελάχιστα μου άρεσαν και μου έμειναν πραγματικά. Αλλά σχεδόν με όλα γελούσα. Με το Ρετιρέ δεν γέλασα ποτέ. Αλλά όποτε τύχει και το δω, δεν μπορώ να αλλάξω κανάλι. Με μαγνητίζει. Με κρατάει καθηλωμένο με τα χιλιάδες ελαττώματά του. Δεν έχω χάσει καμία επανάληψη και ούτε σκοπεύω να χάσω, όσο το Mega θα το τιμά. Ναι, το τιμά. Η επαναπροβολή του σε βαθμό... φετιχισμού, μή σας πω οτι έχει φέρει και νέους φαν στο πλευρό του. Αμε. Και όλοι μαζί, προσκυνάμε - και θα προσκυνάμε - τη μορφή που λέγεται Γιάννης Δαλιανίδης. Γιατί κατάφερε να κάνει αυτό το τηλεοπτικό "έκτρωμα" έναν τρόπο ζωής εκτός τηλεόρασης, το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα τον θυμόμαστε.
Γιατί αυτό ήταν, είναι και θα είναι το Ρετιρέ: η χειρότερη κωμική σειρά στην ιδιωτική τηλεόραση, με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια και διάρκεια. Το Παρά Πέντε μετά απο 5-6 χρόνια δε θα το θυμάται κανείς. Το Ρετιρέ, 16 χρόνια μετά, το θυμούνται όλοι. Δεν έχει σημασία για ποιό λόγο. Οταν τους ρωτάς, το θυμούνται πάντα μαζί με τους Απαράδεκτους, τις Τρείς Χάριτες και τα λοιπά κλασικά τηλεοπτικογραφημένα...