2.7.07
BEDTIME STORIES: Ο ΒΥΡΩΝ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ενα μικρό σπίτι στο λιβάδι ζούσε ο μικρός Βύρων. Οι γονείς του ήταν και οι δύο δάσκαλοι του χωριού, άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος γι'αυτό και ο μικρός Βύρων είχε απο μικρός έφεση στις τέχνες και τα γράμματα. Του άρεσε πολύ η ποίηση - όταν ήταν μόλις εννέα ετών, έγραψα το πρώτο του ποίημα με τίτλο "Η μπριγιαντίνη του Σεληνόφωτος", που κέρδισε και το πρώτο βραβείο στο σχολικό διαγωνισμό ποίησης "Κεραμίδια και Γυψοσανίδες".
Μια μέρα, ο ανήσυχος και πολυμήχανος Βύρων βγήκε πουρνό-πουρνό στην αυλή του χαριτωμένου σπιτιού του για να χαζέψει το ηλιοβασίλεμα και να εμπνευστεί για την καινούρια του ποιητική συλλογή. Οταν είχε φτάσει τα πρώτα επίπεδα νιρβάνας και άρχισε να ψελλίζει τους πρώτους στίχους ("Σούρουπο κι αστροφεγγιά, λέξεις μαγικές, μπουγάδες και συρτάρια..."), αντίκρυσε ενα αποτρόπαιο θέαμα. Μια πύρινη μάζα κατευθυνόταν προς το μέρος του, κατασπαράζοντας και τους τελευταίους πνεύμονες πρασίνου της περιοχής. Ο Βύρων σάστισε για μια στιγμή, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Αποφάσισε να ορθώσει το ανάστημά του και να αντιμετωπίσει με ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ διαδικασίες τον πύρινο εφιάλτη που απειλούσε την ησυχία και τη γαλήνη του τόπου όπως οι λαθρομετανάστες. Πήρε βαθιές ανάσες, χτενίστηκε και άπλωσε το χέρι του γραπώνοντας μια δεσμίδα άγρια χόρτα. Σήκωσε τη δεσμίδα, την έδειξε στην πύρινη μάζα και αναφώνησε δυνατά κι ελληνικά "This is σπαρτά!".
Η φωνή του ακούστηκε σε όλη την εκλογική περιφέρεια του λιβαδιού. Εντρομοι οι κάτοικοι, βγήκαν απο τα σπίτια τους και άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά κι αριστερά. Ο Βύρων τους πλησιάσε λέγοντάς τους με στόμφο "Non Nobis Domine", καθησυχάζοντάς τους. Αλλά ο πύρινος εχθρός του έθνους όλο και δυνάμωνε, όλο και πλησίαζε. Ο Βύρων, με μια αποφασιστική κίνηση τρέχει προς τη μεριά του. Οι κάτοικοι, κοιτούσαν με μάτια που κλαίνε τον μικρό ήρωα να εφορμεί προς τη φωτιά, γεμάτος περίσσειο θάρρος και αλογίσια
αυτοπεποίθηση (ε;)...
Λίγες ώρες αργότερα, η πύρινη λαίλαπα είχε καταστρέψει τα πάντα. Δεν είχε μείνει ίχνος πράσινου, μήτε πανίδας, μήτε μελίγκρας. Οι λιγοστοί κάτοικοι που είχαν απομείνει στην περιοχή, έκλαιγαν για τον χαμό του μικρού Βύρωνα. Οταν καταλάγιασε η στάχτη και ο ουρανός ήταν πάλι άσπρος-ξέξασπρος κι απο τον ήλιο ξεξασπρότερος, η ελπίδα γύρισε και πάλι στο μικρό λιβάδι. Ο Βύρων ήταν εκεί. Σκαρφαλωμένος πάνω στον αγαπημένο του πυλώνα της ΔΕΗ, κοίταζε με μάτια δακρυσμένα το χάος που έφεραν οι φλόγες του Σατανά.
Οι λιγοστοί κάτοικοι ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Ο μικρός Βύρων κατέβηκε απο τον πυλώνα και τους πλησίασε και τους αγκάλιασε έναν-έναν. Ηταν μια στιγμή απόλυτης ευτυχίας...
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Βύρων μεγάλωσε και έγινε υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Και δεν ξέχασε ποτέ τον αγαπημένο του πυλώνα. Είναι ο μόνος που διατηρήθηκε στη θέση του όταν κάηκε όλη η Πάρνηθα...
ΤΕΛΟΣ
Υ.Γ. Ο "λύκος" του τίτλου ενέχει αλληγορικής σημασίας. Η επεξήγηση μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο διαγγελμάτων του πρωθυπουργού και στο σχετικό δελτίο τύπου. Αλλη ερώτηση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου