30.10.11

ΦΥΤΟΖΩΟΠΛΑΓΚΤΟΝ


Αυτή η παροιμία με τα ψάρια ξεκινάει λέγοντας "κάθε πράγμα στον καιρό του".
Πριν απο αυτό, ο Δαρβίνος είπε οτι υπάρχει εξέλιξη. Απο πίθηκο σε άνθρωπο. Απο άνθρωπο σε τί άλλο, είναι το ερώτημα πλέον.

Κάθε αρχή και δύσκολη, δε θέλω να μιλήσω για πιθήκους που γίνανε άνθρωποι. Καλά κάνανε. Τώρα γυρνάς και λες σε κάποιον "γίνε άνθρωπος" και μοιάζεις εσύ ο ίδιος με πίθηκο. Να γίνεις άνθρωπος ως προς τί; Αν αρχίσουμε έτσι, δε σταματάμε ποτέ. Αυτό δεν είναι εξέλιξη, Darwin dear, πλήξη είναι.

Σκέψου οτι στη ζωή που "σου χάρισαν" έχεις 2-3 σοβαρά πράγματα να ασχοληθείς, να σε προβληματίσουν και να σε κρατάνε μία όρθιο και μία τ'ανάσκελα. Οταν είσαι πιτσιρίκι, δε νοιάζει τίποτα. Το παιχνίδι σου, το φαγάκι σου, το νάνι σου. Πάμε παρακάτω. Σα μαθητούδι, το σχολειό σου, το κοριτσάκι απέναντι, το pc σου, η πρώτη σου μαλακία. Πάμε παρακάτω. Σα φοιτητάριο, η καβλάντα σου, η σχολή σου, οι εξεταστικές σου, τα κρασιά σου, οι αιώνιες γκόμενες που τελειώσανε πρόωρα, η ψεύτικη και προσωρινή ανεξαρτησία σου. Πάμε παρακάτω. Αν είσαι αγοράκι, πας στρατό και γίνεσαι άντρας. Αν είσαι κοριτσάκι, περιμένεις τον κρίνο.

Στο φινάλε, τελειώνουν όλα αυτά και έρχεσαι αντιμέτωπος με τον Ανθρωπο. Την εξέλιξη του Darwin dear. Πιθήκιζες σχεδόν 25 χρόνια. Τώρα πρέπει να περπατήσεις στα δύο πόδια και να κόψεις τις άναρθρες κραυγές. Τότε, ενα "ουγκ" αρκούσε για να μαζέψεις τα υπόλοιπα ζώα για ανασύνταξη. Τώρα, πρέπει να εξηγήσεις. Να μιλήσεις, και μάλιστα πολύ. Πρέπει να φωνάξεις δέκα φορές περισσότερο. Μαθαίνεις. Γίνεσαι Ανθρωπος. Αυτός που αναλύει, που νομίζει οτι σκέφτεται, που φοράει μονίμως δύο αριστερά παπούτσια για να εντυπωσιάζεται.

Σε αυτό το σημείο, ποιά είναι αυτά τα 2-3 πράγματα που έχεις στο μυαλό σου;
1. Η δουλειά. Πρέπει να δουλέψεις. Χαρτζιλικάκι τέλος. Πρέπει να σταθείς στα πόδια σου, να γίνεις κύριος του εαυτού σου, να αποκτήσεις αυτοσεβασμό. Γιατί; Γιατί χωρίς αυτό, δεν έρχεται το νούμερο δύο.
2. Τα λεφτά. Τα θες, τα κυνηγάς, είτε για να τα κρύψεις στο σεντούκι είτε για να τα κάνεις φύλλο και φτερό με το που θα τα πιάσεις στα χέρια σου. Η δουλειά θα στα φέρει. Αν έχεις δουλειά, έρχονται τα λεφτά (όσα κι αν είναι αυτά) και πλέον ψάχνεσαι για το νούμερο τρία.
3. Το συναίσθημα. Πλέον, πιο δυσεύρετο απο τα δύο προηγούμενα. Δεν σχετίζεται, γιατί το πρώτο το κυνηγάς ώστε να προκύψει το δεύτερο. Κανένα απο τα δύο όμως (η ύπαρξη ή ανυπαρξία τους) δε σου εξασφαλίζει το τρίτο. Είναι το μόνο άσχετο στους πεζούς, καθημερινούς προβληματισμούς σου αλλά, μην κοροιδευόμαστε, στο τέλος είναι αυτό που θα σου λείπει περισσότερο σε καθημερινή βάση. Το χειρότερο, δε, είναι να είσαι εντάξει με τα δύο πρώτα. Εκεί, η έλλειψη του τρίτου σε σκοτώνει.

Πολλές φορές μιλάμε για το συναίσθημα σα να μπορεί να γίνει κτήμα του καθενός. Ετσι εύκολα και αβίαστα. Θα πας σε μια κηδεία και θα κλάψεις, αλλά δεν είναι σίγουρο οτι αυτό είναι απο ενα γνήσιο συναίσθημα - μπορεί να είναι μια "έκρηξη" νευρικής φύσεως, μια εντολή του εγκεφάλου που δεν υπολογίζεις οτι προκύπτει έτσι απλά. Τρως μια χυλόπιτα και κλαίς. "Πόνο", το ονομάζεις, τραγωδία της απόρριψης, το κενό. Μάλλον είναι συναίσθημα. Θες να το έχεις στη ζωή σου; Και πτώμα να ρωτήσεις, ΟΧΙ θα σου πεί. Ποιό, λοιπόν, είναι το συναίσθημα που σού λείπει; Τί ακριβώς κυνηγάς; Είναι μια ζεστή και αυθόρμητη αγκαλιά; Είναι ενα χαμόγελο δίπλα σου την ώρα που ξυπνάς; Ενα κλείσιμο του ματιού; Ενα χάδι στο μπράτσο σου; Μια καύλα, μια στιγμής ηδονής, μια ανταλλαγή υγρών; Ακόμα και μια φιλική σφαλιάρα μπορεί να είναι συναίσθημα. Αυτά σου λείπουν; Ναι. Αυτά.

Η παροιμία λέει "κάθε πράγμα στον καιρό του". Επειδή τίποτα δε γυρίζει πίσω, ο,τι έζησες έζησες. Ο,τι ένιωσες ένιωσες. Ο,τι πρόλαβες πρόλαβες. Στην απέλπιδα προσπάθειά σου να γυρίσεις το χρόνο πίσω και να καλύψεις το χαμένο έδαφος, δε θα κερδίσεις ποτέ το νούμερο τρία. Και μπορεί να χάσεις και τα δύο πρώτα, αν με ρωτάς. Δε ξέρω αν μιλάμε για μια θεωρία της εξέλιξης εδώ πέρα. Εγώ δε βλέπω καμία εξέλιξη. Οταν φτάνεις στο σημείο να ΜΕΤΡΑΣ αυτά που σε απασχολούν, βάζοντας αριθμούς, τότε απλά μπαίνεις σε μια διαδικασία προγραμματισμού. Ρομποτάκι, όχι άνθρωπος. Δεν είναι ποτέ αργά για να το ψάξεις, να αφεθείς, να δείς μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να μη σου λείψουν αυτά που σε πονάνε. Σκέψου όμως, οτι πίθηκος δύσκολα ξαναγίνεσαι. 'Η μείνε άνθρωπος, ή προχώρα για να βουλώσεις στόματα. Και πρώτα απο όλα, το ΔΙΚΟ ΣΟΥ.

Για τη ζωή που δεν έζησες, όσα δάκρυα κι αν χύσεις, δε θα την κερδίσεις πίσω. Φρόντισε μόνο, κακομοίρη μου, να μη μετανιώσεις στην επόμενη ζωή, για το νούμερο τρία.

27.10.11

HELL HERE


Αγάπη μου,
σου γράφω για να μην ξεχάσω. Για να μην ξεχάσεις κι εσύ. Θέλω να θυμάσαι τα πάντα, όπως να ξέρεις οτι τα θυμάμαι κι εγώ. Την κουβέντα μας δίπλα απο το τζάκι. Ηταν Χριστούγεννα. Ισως και κάποια άλλη εποχή, δεν έχει σημασία. Μπορεί καλοκαίρι, μπορεί άνοιξη. Να είχε χιόνι ή και ήλιο. Για να θυμάσαι οτι μπορούσες να δείς πίσω απο τη μάσκα μου. Κι εγώ πίσω απο τη δική σου. Οτι μπορούσα να σε ψάξω μέχρι να βρω το σημείο που ήσουν πραγματικά εσύ. Να θυμάσαι οτι πέθανα για να μπορέσω να σε βρω. Γεννήθηκα ξανά γ
ια να μην ξεχάσεις ποτέ. Να μοιράζομαι τα σκοτεινά μυστικά μου με τα δικά σου. Να ζήσουμε μαζί και τις εννιά ζωές. Να δώσουμε άλλο ενα φιλί κάτω απο το γκι, κι ας ήταν θανάσιμο και για τους δύο. Επειδή το εννοούσαμε. Επειδή είμαστε ένα. Κομμένο ακριβώς στη μέση. Για να μην ξεχάσεις το παραμύθι που θα κρατούσε για πάντα. Σε έναν πύργο. Εκεί που το τζάκι έκαιγε, για να ζεστάνει άλλο ενα κρύο βράδυ. Τότε, που μοιραστήκαμε τα πάντα. Μπορεί να ήταν ακόμα Χριστούγεννα, μπορεί και όχι.
Μην ξεχάσεις ποτέ, αγάπη μου. Εγώ ξέρω οτι δε μπορώ. Θα κρατήσω ακόμα μια ανάμνηση... Ισως για τα επόμενα Χριστούγεννα.

Αιώνια δική σου,
Σελίνα




24.10.11

ΤΟΥΜΠΑΛΙΝ


Η γκόμενα που γούσταρε τρελά ο Α, δοκίμασε να την πέσει στον Τσακ Νόρις.

Ο Τσακ αποδείχθηκε πολύ πιο αδυσώπητος απ'οτι ο κακόμοιρος ο Α. Τής έριξε μια στριφογυριστή κλωτσιά και ο κόσμος της ήρθε τούμπα.

Ηταν αδύνατη και όλος ο κόσμος τη φώναζε χοντρή. Ηταν ψηλή και όλος ο κόσμος τη φώναζε κοντή. Ηταν μελαχροινή και όλος ο κόσμος τη φώναζε ξανθιά. Ηταν χαζή και όλος ο κόσμος τη φώναζε έξυπνη.

Κάθε μέρα κοιτιόταν στον καθρέφτη της και μονολογούσε. "Αφού δεν είμαι χοντρή, γιατί με φωνάζουν έτσι;". Μια φωνή απο το υπερπέραν τής έδωσε μια συμβουλή. Απο τότε άρχισε να τρώει ακατάπαυστα, σταμάτησε τη γυμναστική και την καλή διατροφή και έγινε υπέρβαρη. Τότε κανείς δε σχολίαζε τα κιλά της και, τουλάχιστον, δεν τη φωνάζανε χοντρή.

Αλλά ο μονόλογος στον καθρέφτη δε σταμάτησε. "Αφού δεν είμαι κοντή, γιατί με φωνάζουν έτσι;". Η φωνή ακούστηκε και πάλι. Αγόρασε ενα αλυσοπρίονο και έκοψε τα πόδια της. Τώρα ήταν όντως κοντή, αλλά κανένας δεν τη σχολίαζε. Ησύχασε κι απο αυτό.

Τα μαλλιά ήταν η εύκολη λύση. Τα έβαψε στο πιο άθλιο μπουρναζοξανθό που μπορείς να φανταστείς. Τώρα ήταν ξανθιά και - δόξα τον Υψιστο - κανείς δε τη σχολίαζε πια.

Ηταν, πλέον, τρισευτυχισμένη. Γλεντοκοπούσε και έβλεπε τις μέρες να κυλάνε σαν τη βροχή στον τσίγκο. Μια μέρα, ο καθρέφτης γύρισε και τη ρώτησε: "Δε σε πειράζει που ενώ παραμένεις χαζή, όλος ο κόσμος σε φωνάζει έξυπνη;". Εκείνη τότε, με αφοπλιστική βεβαιότητα, γύρισε και τού απάντησε: "Δε με νοιάζει η γνώμη των άλλων. Ξέρω εγώ τί πραγματικά είμαι.".

Κι έτσι κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου. Τόσο αυτή, όσο και ο Τσακ.