27.7.11

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΤΗΣ ΣΕΖΟΝ 2010-2011

Σε μια απο τις χειρότερες κινηματογραφικές σεζόν που έχουν δεί τα ματάκια μου, ήταν πολύ σκληρό το γεγονός οτι για ΠΡΩΤΗ φορά δεν κατάφερα να συμπληρώσω μια ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ δεκάδα με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς! Οσο κι αν έψαξα, τίποτα. Τζίφος. Ελπίζω του χρόνου να σταθώ πιο τυχερός και να μάθω να μετράω μέχρι το είκοσι...

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ:




Η κορυφή των προτιμήσεών μου φέτος ανήκει στο Scott Pilgrim Εναντίον των 7 Πρώην του Εντγκαρ Ράιτ. Το είχα ψιλιαστεί απο την πρώτη στιγμή, και ακόμα και μετά απο επανειλλημένες προβολές, απλώς το επιβεβαίωσα. Αυτός ο ultra epic awsomeness συνδυασμός video-game και... ντοπαρισμένου love story δεν έχει ματαγίνει. Αν το ξαναδείς, τότε το φιλμ απο instant classic θα έχει περάσει στη σφαίρα του "φανταστικού". 'Η αλλιώς, του ΓΑΜΑΤΟΥ.

Απο 'κει και πέρα, ξεχωρίζεις:

-Το Attenberg της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, όπου το μάθημα φόρμας του Λάνθιμου έγινε έκρηξη συναισθήματος στα χέρια της θηλυκής βερσιόν του.

-Το Tron Legacy του Τζόζεφ Κοζίνσκι, ως το φιλμ-οπτικοακουστική εμπειρία που ο Κάμερον θα ζήλευε μέχρι θανάτου. Το σάουντρακ των Daft Punk μου μουρμουράει κάτι στο αυτί, σε repeat, και δε λέω να το βγάλω απο εκεί.

-Το Super 8 του Τζ.Τζ.Εϊμπραμς, έναν συγκινητικό φόρο τιμής στον Σπίλμπεργκ που αγαπήσαμε και στην -πιο-νοσταλγική-και-παθαίνεις-ίλ
ιγγο "σεβεντίλα" που κουβαλάμε σαν ευχή και κατάρα όλοι οι εραστές των Στενών Επαφών Τρίτου Τύπου.

-Τη Hanna του Τζον Ράιτ, ίσως επειδή όταν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ενα φιλμικό είδος, να κολλάς μαζί τόσο ώστε να μην ξέρεις πώς να το κρίνεις. Και στο τέλος να είναι υπέρ σου.

-Το Machete του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και τα Piranha του Αλεξάντρ Αζά, επειδή πρέπει κάποια στιγμή να βγάλουμε και επίσημα το καπέλο στην "υποκουλτούρα" και τη
ν ψυχαγωγική ανωτερότητα των αιματηρών inside jokes.

-Το Never Let Me Go του Μαρκ Ρόμανεκ, αφού κατάφερε μέσα απο ΤΗΝ κατάθλιψη να βγάλει "ζουμί", συναίσθημα και πολλή ψυχή.

-Το L'Illusionniste του Σιλβάν Σομέ, την απόλυτη ψυχική και σωματικ
ή ταύτιση ενός καρτούν διάκοσμου με την γλυκόπικρη ευαισθησία του Ζακ Τατί. Ανεκτίμητο, όσο ένα φθηνό, μα πιασάρικο, μαγικό κόλπο.

Ο ΚΟΥΒΑΣ ΜΕ ΤΑ ΣΚΑΤΑ:

Οταν μια χρονιά είναι ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΟΝΤΑ, τότε δε μπορεί παρά να είναι γεμάτη με σωρούς κινηματογραφικών απορρημάτων που "ρυπαίνουν" με την παρουσία τους (γιατί για διάρκεια μη μιλάς, τα περισσότερα τα εγκατέλειπες στο 20λεπτο) και σε προκαλούν να πέσεις με τα μούτρα στο ευγενές... θάψιμο, που τόσο λατρεύεις να μισείς. Φέτος, ούτε αυτά δε μπορούσα να βάλω σε λίστα. Οχι οτι δεν... έφταναν, αλλά σε ορισμένες
περιπτώσεις σιχάθηκα τόσο τη ζωή μου, που αξίζει μια αναφορά μόνο σε αυτές.



Υπάρχουν φορές που βλέπεις μια απίστευτη μαλακία και λες μετά ευκολίας οτι είναι "η χειρότερη που έχω δεί ποτέ μου". Και τσουπ, νά'σου λίγο αργότερα μια άλλη μαλακία που σου φαίνεται χειρότερη κι απο την προηγούμενη. Το 'χω πάθει άπειρες φορές και φέτος κατάφερα να το πάθω δύο φορές μέσα στην ίδια σεζόν!

Απο τη μία, το εκτρωματικό Δέντρο της Ζωής του -με-έχουν-απαγάγει-εξωγήινοι-κάντε-κάτι- Τέρενς Μάλικ, που μάλλον κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων βρισκόταν σε ανοιχτή συνομιλία με το Θεό και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η "ταινία" του κυριολεκτικά ΔΕΝ ΠΑΛΕΥΕΤΑΙ. Ισως η χειρότερη μαλακία που έχω δεί τα τελευταία χρόνια. Σινεμά πραγματικά της πούτσας. Και συγχωρέστε με για την καθαρεύουσα.
Απο την άλλη, η "πουτάνα" του μελό, των Φεστιβάλ και της απόλυτης εκμετάλλευσης κάθε μορφής ανθρώπινης δυστυχίας, ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου με το Biutiful του. Το έχω βρίσει άπειρες φορές φέτος. Το έχω μισήσει άλλες τόσες. Και είμαι σίγουρος οτι ο Χρήστος Δάντης θα είχε την ίδια άποψη.

Επίσης, πετάω με ευκολία στον κάδο και σφραγίζω το καπάκι:

-Το The American του Αντον Κόρμπιν, που παράλλαξε με χαρακτηριστική ευκολία την έννοια του "μετράω πρόβατα για να με πάρει ο ύπνος", αφού πλέον χρειάζονται ελάχιστα καρέ για να βρεθείς τ'ανάσκελα.

-Το The Last Airbender του Μ.Νάιτ Σιάμαλαν, τον απόλυτο καλλιτεχνικό θάνατο ενός ανθρώπου που κάποτε πιστέψαμε οτι θα είναι ο νέος Ορσον Γουέλς. Καλά να πάθουμε.

-Το Somewhere της Σοφία Κόπολα, μια στιγμή ανεξήγητου μπλακ-άουτ για ενα σπουδαίο ταλέντο. Οταν ξύπνησα, ο Στίβεν Ντορφ κάτι έλεγε στην κόρη του. Στο ίδιο σημείο το είχα αφήσει όταν ξεράθηκα. Duh alert.

-Το Black Swan του Ντάρεν Αρονόφσκι, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά κυρίως επειδή φοβάμαι οτι την επόμενη φορά που θα δοκιμάσει τις αντοχές του στα drugs, θα μας πάρουν με το φορείο στην κυριολεξία.

-Το The Way Back του Πίτερ Γουίαρ, μια φθηνή αντικομμουνιστική όσο και φουλ ρετρό καταγραφή ενός ανθρώπινου δράματος στη μέση του πουθενά. Απο έναν άνθρωπο σαν τον Γουίαρ το λιγότερο που περιμένω είναι να αγοράσει και να κάψει όλες τις κόπιες Ο ΙΔΙΟΣ.

Αυτά. Να πάει στα τσακίδια και να μην ξανάρθει αυτή η σεζόν. Αν του χρόνου αντικρύσω κάτι παρόμοιο, θα πηγαίνω με πανό στο Σεφερλή. Ειλικρινά.

24.7.11

10 ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


1. Να ΜΗΝ πας διακοπές

2. Να ΜΗΝ βγαίνεις κάθε βράδυ

3. Να ΜΗΝ κάνεις καμάκι σε γκόμενα

4. Να ΜΗΝ πηγαίνεις για μπάνιο κάθε τρείς και λίγο

5. Να ΜΗΝ ξενυχτάς κάθε Σ/Κ στα διάφορα beach bar

6. Να ΜΗΝ πίνεις δροσιστικά κοκτέιλ

7. Να ΜΗΝ ζητήσεις άδεια απο τη δουλειά σου

8. Να ΜΗΝ βρείς τον έρωτα του καλοκαιριού και να πας διακοπές μαζί του

9. Να ΜΗΝ βγαίνεις απο το σπίτι σου

10. Να ΜΗΝ χαίρεσαι που έξω έχει ήλιο και χαρά


Αντε, καλό καλοκαίρι και ζωή σε μας.

21.7.11

ΓΙΝ ΚΑΙ ΓΙΑΝΓΚ


Γνωρίζεις πολύ καλά οτι το Καλό και το Κακό είναι σετ. Χωρίς το ένα δεν κάνει το άλλο. Σα το Δάμωνα και το Φειδία, τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο, τον Τομ και τον Τζέρι.

Μέσα σου έχεις κι απο τα δύο, αν θες να λέγεσαι άνθρωπος και όχι κουνούπι. Οχι οτι και για τα κουνούπια δεν ισχύουν τα ίδια πάνω-κάτω, αλλα με αυτό θα ασχοληθώ όταν πάρω και την υπόλοιπη δόση μου.

Εχεις σκεφτεί ποτέ πώς μπορείς να τα εντοπίσεις; Πώς μπορείς να "μετρήσεις" πόσο Καλό και πόσο Κακό έχεις μέσα σου; Αν τα έχεις σε ισορροπία; Αν κάποιο κλείνει πονηρά το μάτι στο άλλο, αν κάποιο μπορεί να καπελώσει το άλλο, έστω και προσωρινά; Βέβαια, πριν σου πω το οτιδήποτε, να ξέρεις οτι ακόμα κι αν υπάρξει στιγμή που θα κυριαρχεί μέσα σου μόνο το ένα, αυτό δε θα είναι παρά για απειροελάχιστα μοριακά δευτερόλεπτα. Τόσο θα το αντέξεις.

Λοιπόν. Εστω οτι ξεκινάς τη μέρα σου με μια πολύ απλή διαδικασία: Κοιτάς το πορτοφόλι σου και ανακαλύπτεις οτι εκεί μέσα κρύβονται 300 ευρώ. Υπολόγισε ταχέως πόσα ΠΡΕΠΕΙ να ξοδέψεις σήμερα. Εστω οτι αυτά είναι 50 (για τις οποιεσδήποτε βασικές ανάγκες σου). Περισσεύουν 250. Ενας "κανόνας" του Καλού λέει οτι πρέπει να τα μοιραστείς με άλλους. Οποιοι κι αν είναι αυτοί. Φίλοι, γκόμενες, συγγενείς, φτωχοί, ανάπηροι, κατατρεγμένοι. Αν εκείνη τη στιγμή το Καλό βρεθεί μέσα σου ενα κλικ πιο πάνω απο το Κακό, θα πάρεις την απόφαση να τα μοιραστείς. Αυτό βγάζει σαν συμπέρασμα οτι το "κακό" θα ήταν να τα κρατούσες όλα για την πάρτη σου, ασχέτως αν πραγματικά τα χρειαζόσουνα.

Το Καλό νίκησε, λοιπόν. Και κάθομαι και λέω: πόσο σίγουρο είναι αυτό; Πρέπει να το δείς ανα περίπτωση. Αν τα μοιραστείς με φίλους σου (π.χ. βγείτε έξω και τους κεράσεις, δανείσεις σε κάποιον που τα χρειάζεται, πάρεις κάποιο δώρο άνευ λόγου και αιτίας), τότε θεωρητικά έχεις διπλό κέρδος. Εχεις κάνει το καλό και επιπλέον τσεκάρεις (μακροπρόθεσμα) την "ποιότητα" των φίλων σου. Θα στο ανταποδώσουν με κάποιο τρόπο; Θα τους συγκινήσει η κίνησή σου; Θα σε εκτιμήσουν περισσότερο; 'Η θα σε γράψουν στ'αρχίδια τους και απλά θα εκμεταλλευτούν το "τσάμπα"; Οπως και να 'χει, έστω και στο απώτερο μέλλον, κερδισμένος βγαίνεις.
Η άλλη περίπτωση είναι αυτή του φτωχού, του ανθρώπου που ΔΕΝ ξέρεις, αλλά χρειάζεται απαραίτητα τη βοήθειά σου. Βγαίνεις έξω στο δρόμο και συναντάς μια ανήμπορη γριούλα να ζητά ελεημοσύνη. Τής προσφέρεις. Ξέρεις όμως αν τα έχει πραγματικά ανάγκη; Δε σε νοιάζει. Σίγουρα κάτι έχει ανάγκη, αλλιώς θα βρισκόταν εκείνη στη θέση σου. Αλλωστε δεν είσαι τόσο χαζός ώστε να μην μπορείς να ξεχωρίσεις πότε κάποιος "κάνει" τον κουτσό και πότε είναι πραγματικά ανάπηρος. Δίνεις έστω και ένα ευρώ και ηρεμεί για λίγο η ψυχούλα σου. Το Καλό νίκησε, for sure.
Η τρίτη περίπτωση είναι οι συγγενείς. Εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία. Τους συγγενείς σου τους ξέρεις καλύτερα κι απ'την κωλοτρυπίδα σου. Ξέρεις επακριβώς πού να τα δώσεις και γιατί. Αν δεν υπάρχει λόγος να τα δώσεις, ΔΕΝ τα δίνεις κι έχεις πάλι τη συνείδησή σου ήσυχη. Μετρημένα πράγματα.
Και τελευταία περίπτωση, η γκόμενα. Οχι τόσο μεγάλο θέμα όσο φαντάζεσαι. Η πρώτη ερώτηση είναι "γιατί να τα μοιραστείς μαζί της;". Εδώ είναι θέμα προτεραιοτήτων. Αν υπάρχει μεγάλη ανάγκη σε κάποια απο τις τρείς προηγούμενες περιπτώσεις, τότε τα ζυγίζεις και αποφασίζεις ανάλογα με το ειδικό βάρος που έχεις δώσει σε κάθε τί. Αν η τελευταία περίπτωση στέκει μόνη της, τότε έχεις να σκεφτείς άλλα πράγματα. Πρώτον, θα υπάρξει ανταπόκριση; Θα το εκτιμήσει; Θα το ευχαριστηθεί; Θα γκρινιάξει; Παίζει ανάλογα τη γκόμενα, αλλά στην ουσία το πρώτο πράγμα που ΕΣΥ θα σκεφτείς είναι "τί έχω να κερδίσω απο αυτό". Λέω ψέματα; Οχι βέβαια. Οπότε μήπως, λέω ΜΗΠΩΣ κάπου εκεί έχουμε μια μικρή τσόντα απο Κακό; Μήπως μπαίνει λίγο μέσα σου το διαολάκι του "κάτι να πάρω απο την όλη υπόθεση;". Θα σταθείς απέναντί μου και θα πείς "ρε φίλε, αφού δίνω κιόλας". Ναι, μας έπεισες.

Αυτή η τελευταία περίπτωση μας διδάσκει το εξής: Οσο και να προσπαθήσεις, όποιες κι αν είναι οι αρχικές σκέψεις σου, το Κακό θα τις χαϊδεύει πάντα στα χαμηλά. Εχει να κάνει πάντα με το τί ασχολείσαι. Θα μπορούσες να κάνεις πράξη και τον ΑΠΟΛΥΤΟ ορισμό που δίνει το Κακό σ'αυτές τις περιπτώσεις: να τα κρατήσεις και να τα ξοδέψεις μονάχα για την πάρτη σου. Αλλά μήπως δίνοντάς τα σε μια γκόμενα (περιμένοντας πάντα κάποιο "αντάλλαγμα") δεν είναι το ίδιο; Ως αποτέλεσμα, αυτό προκύπτει. Τουλάχιστον βέβαια, εσύ θα έχεις μπροστά σου αποφάσεις που αφορούν ΚΑΙ το Καλό ΚΑΙ το Κακό.
Η γκόμενα, αν στο "ανταποδώσει", σημαίνει οτι χρειάζεται λάδι στη μηχανή για να τρέξει. Αρα, δεν κάνει κάτι ανιδιοτελώς. Αν δεν στο ανταποδώσει, δεν έχει καμία διάθεση να προσφέρει τίποτα. Εντοπίζεις εσύ κανένα Καλό πουθενά εδώ πέρα;

'Η μήπως τελικά το Κακό πρέπει να έχει ενα μικρό μερίδιο παραπάνω;

9.7.11

ΑΨΥΧΟΣ


Προτού αποφασίσει να βάλει τη θηλειά στο λαιμό του, έπρεπε να είχε σκεφτεί καλύτερα τις επιπτώσεις. Η κρεμάλα δεν ήταν η λύση. Ο θάνατος δε θα του άνοιγε κανέναν καινούριο δρόμο. Κι όμως, εκείνος δεν άφησε δευτερόλεπτο να πάει χαμένο. Επιασε το σχοινί και το έσφιξε στο λαιμό του, ώστε να σιγουρέψει το αποτέλεσμα. Εδεσε τη μία άκρη σε ενα σάπιο σίδερο που προεξείχε απο το ταβάνι. Ανέβηκε σε μια καρέκλα, την κλώτσησε και οι σπασμοί δεν κράτησαν παρά μερικά δευτερόλεπτα.

Επρεπε να είχε σταθεί στο ύψος του. Να ζυγίσει τα πράγματα. Πάντα βιαστικός στις αποφάσεις του, για τα καλά και για τα κακά εξίσου. Σα να τον κυνηγούσε κάποιος, σα να έπρεπε να δώσει γρήγορες απαντήσεις σε ερωτήσεις πού το μόνο που ζητούσαν δεν ήταν απάντηση, αλλά χρόνο. Χρόνο, σκέψη, ζύμωμα, ταλάντευση. Φοβόταν οτι αυτό θα τραβούσε, θα ξεχείλωνε, θα τον άφηνε έρμαιο της ραθυμίας του. Αυτός ο φόβος τον οδήγησε στο απότομο, άδοξο τέλος. Θα έπρεπε να είχε σκεφτεί για λίγο. Για μια στιγμή μονάχα. Τί θα κέρδιζε; Ενα κλάσμα αδράνειας και μετά τέλος. Αυτό ήταν. Δεν του χρειαζόταν. Δεν του άξιζε. Και δεν έκανε καμία χάρη στον εαυτό του, δεν έδειξε κανένα έλεος. Τελικά, αυτός τον ενοχλούσε περισσότερο απο τους άλλους. Εκεί έπρεπε να δώσει βάρος, κι όχι στο τί γινεται γύρω του. Αν ξεκινούσε απο 'κει, μια στάλα σεβασμού στο πρόσωπό του θα είχε επιβιώσει. Και απο αυτή τη στάλα θα μπορούσε να ξεκινήσει κάτι καινούριο, ζωντανό, αξιοπρόσεχτο.

Ξεροκέφαλος. Εμείνε τώρα να αιωρείται πάνω απο το αναπάντητο, το σκούρο, το σκοτεινό. Τί έχει μετά; Γιατί τώρα, κακόμοιρε, νομίζεις οτι μπορείς να κοιτάξεις πίσω σου και να διορθώσεις τις μουτζούρες που ο ίδιος προκάλεσες; Τίποτα δε μπορείς να κάνεις. Δεν το έκανες όταν είχες τη δυνατότητα, τώρα που την αφαίρεσες ο ίδιος απο τον εαυτό σου τί περιμένεις; Το θαύμα; Ακόμα κι αυτό το είχες στα χέρια σου. Αλλά έπειθες τον εαυτό σου οτι δεν υπάρχει. Τώρα που δεν υπάρχεις ούτε εσύ, βγάλε άκρη.

Αψυχος. Πριν και μετά το άδοξο τέλος σου.

2.7.11

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ


Σηκώθηκε το πρωί και έφτιαξε τον καφέ του. Αδειο πρωινό, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς γεμίσματα, χωρίς κόσμο. Εμοιαζε με πρωινό δεκαπενταύγουστου, στο κέντρο της πόλης, χωρίς κανέναν, χωρίς έμψυχα ή άψυχα αντικείμενα να τον περιτριγυρίζουν. Μόνοι τους, αυτός και οι πρώτες στιγμές του ήλιου.

Ο καφές φτιαγμένος απο νύστα, βαρεμάρα, πλήξη. Κι αυτός άδειος. Είχε γεύση, αλλά δεν είχε επίγευση. Τον επιθυμούσε όμως και τον ήπιε με θέληση - αλλά χωρίς διάθεση. Δεν έφταιγε κανένας καφές, σκέφτηκε. Είναι η μέρα τέτοια. Διαφορετική απο αυτές που είχε συνηθίσει, τις γεμάτες, τις αγχωτικές, αυτές που έτρεχαν σα λυσσασμένα σκυλιά, σα δαιμονισμένες και δεν τον άφηναν να αναπνεύσει.

Πήρε το φλυτζάνι στο χέρι και κοίταξε απο το παράθυρο τον δρόμο. Αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν δεξιά κι αριστερά, έκαναν σουλάτσο, βαβούριαζαν. Κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι το ίδιο. Χαρά Θεού, ήλιος, ζέστη, ατμόσφαιρα για πίνακα ζωγραφικής που ζεσταίνει το σαλόνι. Εκείνος έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Σα να έβρεχε και να μην έβλεπε μπροστά του. Σα να μην ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος, σα να είχαν χαθεί απο προσώπου γης τα φασαριόζικα αυτοκίνητα και οι φωνακλάδες περαστικοί. Πρωινό δεκαπενταύγουστου στο κέντρο της πόλης. Μέσα του.

Γύρισε πλάτη στο παράθυρο και ξανακάθησε στο τραπέζι της κουζίνας. Κοίταζε δεξιά κι αριστερά, μα πάντα κάτω. Χωρίς διάθεση και κίνητρο - μια άδεια μέρα γι'αυτόν θα ήταν πανάκεια αλλά φευ, έκανε λάθος. Ισως για πρώτη φορά στη ζωή του. Αυτή την έντονη, αγχωτική, δυσλειτουργική αλλά καταναγκαστική καθημερινή του φύση. Για μια στιγμή δάκρυσε, τα πάντα τον έπνιγαν. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, ο χώρος ήταν πιο ασφυκτικός κι απο μια σαπισμένη μέγγενη στο κεφάλι του. Νόμιζε οτι θα εκραγεί, οτι δε θα άντεχε άλλο.

Χτύπησε ξαφνικά το τηλέφωνο. Είχε να χτυπήσει μέρες. Εκείνος το σήκωσε τρέχοντας και άκουσε απο το βάθος μια οικεία γυναικεία φωνή την οποία ωστόσο δεν κατάφερε να αναγνωρίσει αμέσως.

"Ποιά είσαι", τη ρώτησε. Ελαβε απαντήσεις περίεργες και δυσνόητες. Ακόμα δεν είχε καταλάβει - ή καλύτερα, δεν είχε συνειδητοποιήσει αν και το μυαλό του ταξίδευε. Εκείνη έκλεισε το τηλέφωνο και ξεκάθαρη απάντηση δεν έδωσε. Εκείνος σάστισε και ξαναγύρισε προς το παράθυρο. Πλησίασε αμήχανα, σα να μην είχε ξανακοιτάξει πριν. Ο ήλιος ήταν ακόμη πιο ζεστός, τα αυτοκίνητα περισσότερα και ο κόσμος ολοένα και δυνάμωνε τη φωνή του. Αρχισε να πνίγεται, να ασφυκτιά, να βλέπει μια μονοκόμματη, ξερή, σκοτεινή καταιγίδα να του λερώνει την εικόνα της ζέστης και της βαβούρας.

Εμπηξε τα κλάματα. Ετρεμε ολόκληρος, δεν έλεγε να συνέλθει. Ηθελε να φωνάξει, αλλά ήξερε οτι δε θα τον ακούσει κανείς. Και κανείς δε θα έδινε σημασία. Αυτό τον πλήγωσε, τον ισοπέδωσε. Ισα που κατάφερε να ψελίσει δυο κουβέντες, κι ας μπορούσε να τις ακούσει μόνο ο ίδιος.

"Αφού έχεις πεθάνει, πώς μπορείς να κλαίς; Να διαμαρτύρεσαι; Να πονάς;"...