Eχετε έρθει στη θέση μου. Όλοι έχουν κάποιους σκηνοθέτες που τους τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση, ένα «κλικ» πιο πάνω από αυτούς που, απλά, τους αναγνωρίζουν. Όταν βλέπετε καινούρια ταινία τους, τρέμετε σχεδόν από συγκίνηση. Και, αναγκαστικά, η ματιά σας είναι υποκειμενική, δύσκολα εντοπίζει το «λάθος» και πανεύκολα εξαφανίζει το «μέτριο». Είναι ζήτημα αγάπης, όπως είπα, και αυτό είναι απόλυτα μη κατακριτέο κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Ένας τέτοιος σκηνοθέτης για μένα ήταν, είναι και θα είναι ο Τιμ Μπάρτον. Ακόμα και στην πιο μέτρια ταινία του, τον Πλανήτη των Πιθήκων, προσπερνούσα σχετικά ανώδυνα πολλές από τις αδυναμίες της, εκεί όπου άλλοι… έκραζαν με το τσουβάλι. Φυσικά, δε μου αρέσει διόλου να έρχομαι σε τέτοια θέση – θέλω η ταινία να είναι άψογη από μόνη της κι όχι να τη διαμορφώνει σε τέτοια η αστείρευτη λατρεία μου για το συγκεκριμένο δημιουργό. Υπό νορμάλ συνθήκες, δεν μπορείς με τίποτα να πεις πως η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων είναι μια κακή ταινία. Επ’ ουδενί. Είναι όμως, με αντικειμενικό μάτι, μια μέτρια ταινία. Την οποία ο Μπάρτον κάνει να δείχνει καλή. Δυστυχώς όμως, μόνο στα μάτια κάποιου που μπορεί με σχετική άνεση να ρίξει τη βαρύτητα των χτυπητών αδυναμιών της. Από την άλλη, για έναν τέτοιο θεατή, η απογοήτευση είναι ακόμα μεγαλύτερη και, φυσικά, το αποτέλεσμα «πονάει» πολύ περισσότερο από το να έβλεπες κάποιο άλλο όνομα κάτω από το «directed by».
Το βασικότερο πρόβλημα στην Αλίκη είναι, για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του Μπάρτον, η… μη αφήγηση! Τουτέστιν, το μεγαλύτερο χάρισμα – μετά την κατασκευή «εικόνων» – που έχει ο Αμερικάνος δημιουργός, δηλαδή η χαρισματική αφήγηση, είναι εδώ σχεδόν ολοκληρωτικά απών. Και τεράστιο μερίδιο ευθύνης φέρνει το ίδιο το σενάριο, ένα από τα μετριότερα που έχουν γραφτεί ποτέ για ταινία του, και που πάσχει από σοβαρότατη έλλειψη στοιχειώδους πλοκής όσο και σκιαγράφησης χαρακτήρων (κάτι που επίσης ήταν πάντα ένας από τους δυνατούς «άσσους» του Μπάρτον). Όσο και να χαίρεσαι τους ηθοποιούς (που παραμένουν ενθουσιαστικά «μπαρτονικοί», ευτυχώς), όσο κι υπάρχει το ιδιαίτερο, μαύρο χιούμορ που έχουμε αγαπήσει, όσο υπέροχα «σκιτσαρισμένα» κι αν είναι τα πάντα σ’αυτόν τον παραμυθένιο διάκοσμο, δεν μπορείς παρά να σταθείς στην ισχνή ύπαρξη αυτού του ιδιαίτερου magic touch, που σε άλλες δημιουργίες του ήταν αναβλύζον, ενώ εδώ απλά πέφτει με το σταγονόμετρο. Ίσως δεν το καταλαβαίνεις κατά τη διάρκεια, αλλά σου μένει μια ξινή γεύση στο τέλος – η γεύση του «στεγνού», του ανολοκλήρωτου. Η γεύση του… Πλανήτη των Πιθήκων.
4 σχόλια:
Dipla sou kathomoun kai sou ekana portokalades ki esu aganaktouses...Par'ola auta ws mh Burtonikos tha sumfwnhsw me thn apopsh ths metrias tainias. Diafwnw omws gia to story kai gia thn plokh. Ena klassiko theatriko kai vivlio den prepei na parapoiountai, an parapoiountan estw kai ligo pauoun na einai klassika, px to Alice in Wonderland, tha mporouse na onomastei aneta se Julia in Requiem...:P. O Johnnie Depp twra an kai ton thewrw kollhmeno edwse resta along with thn gynaika tou kur skhnotheth. 2.5 asterakia apo mena gt to metrio einai 2.5 oxi 3...Portokalada, portokalada, mpifteki me resta, ai geia!
λυπαμαι αλλα συμφωνω απολυτα με το οτι δεν πρεπει να παραποιειται το κλασσικο που λεει ο φιλος απο πανω...αλλα τα εχω αναλυσει υπερ του δεοντος:P
Σαν Φαν(τ)α(σ)τικος αναγνώστης της στήλης θα ήθελα να επισημάνω κάποια πράγματα.
1)Δεν λέγομαι Κώστας αλλά Μπάμπης, para los amigos
2)Ποιός ασχολείται με τον καριόλη τον Μπάρτον τρεις μόλις μέρες και δυο νύχτες μετά την ασυγκράτητη βράβευση του Χαερτ Λόκερ.
3)Αν ένας άντρας στέκεται στη μέση ενός δάσους και μιλάει, και δεν υπάρχει καμιά γυναίκα τριγύρω να τον ακούει, πάλι θα έχει άδικο;
Για το φίλο πάνω (δύο πάνω) θα ήθελα να πω το εξής: Μπύρα: η αιτία και η λύση σε όλα τα προβλήματα της ζωής.
Για τη φίλη πάνω (ένα πάνω) θα ήθελα να πω το εξής: Δεν ξέρω πόσο χρονών είσαι, αλλά δεν σου φαίνεται.
Ρε, μη μασάς. Δεν ξεπουλιέται ο Μπάρτον. Διάλειμμα για διαφημίσεις κάνει.
ΥΓ. Λάμπεις Μπάμπη μου, λάμπεις.
Δημοσίευση σχολίου