9.7.11
ΑΨΥΧΟΣ
Προτού αποφασίσει να βάλει τη θηλειά στο λαιμό του, έπρεπε να είχε σκεφτεί καλύτερα τις επιπτώσεις. Η κρεμάλα δεν ήταν η λύση. Ο θάνατος δε θα του άνοιγε κανέναν καινούριο δρόμο. Κι όμως, εκείνος δεν άφησε δευτερόλεπτο να πάει χαμένο. Επιασε το σχοινί και το έσφιξε στο λαιμό του, ώστε να σιγουρέψει το αποτέλεσμα. Εδεσε τη μία άκρη σε ενα σάπιο σίδερο που προεξείχε απο το ταβάνι. Ανέβηκε σε μια καρέκλα, την κλώτσησε και οι σπασμοί δεν κράτησαν παρά μερικά δευτερόλεπτα.
Επρεπε να είχε σταθεί στο ύψος του. Να ζυγίσει τα πράγματα. Πάντα βιαστικός στις αποφάσεις του, για τα καλά και για τα κακά εξίσου. Σα να τον κυνηγούσε κάποιος, σα να έπρεπε να δώσει γρήγορες απαντήσεις σε ερωτήσεις πού το μόνο που ζητούσαν δεν ήταν απάντηση, αλλά χρόνο. Χρόνο, σκέψη, ζύμωμα, ταλάντευση. Φοβόταν οτι αυτό θα τραβούσε, θα ξεχείλωνε, θα τον άφηνε έρμαιο της ραθυμίας του. Αυτός ο φόβος τον οδήγησε στο απότομο, άδοξο τέλος. Θα έπρεπε να είχε σκεφτεί για λίγο. Για μια στιγμή μονάχα. Τί θα κέρδιζε; Ενα κλάσμα αδράνειας και μετά τέλος. Αυτό ήταν. Δεν του χρειαζόταν. Δεν του άξιζε. Και δεν έκανε καμία χάρη στον εαυτό του, δεν έδειξε κανένα έλεος. Τελικά, αυτός τον ενοχλούσε περισσότερο απο τους άλλους. Εκεί έπρεπε να δώσει βάρος, κι όχι στο τί γινεται γύρω του. Αν ξεκινούσε απο 'κει, μια στάλα σεβασμού στο πρόσωπό του θα είχε επιβιώσει. Και απο αυτή τη στάλα θα μπορούσε να ξεκινήσει κάτι καινούριο, ζωντανό, αξιοπρόσεχτο.
Ξεροκέφαλος. Εμείνε τώρα να αιωρείται πάνω απο το αναπάντητο, το σκούρο, το σκοτεινό. Τί έχει μετά; Γιατί τώρα, κακόμοιρε, νομίζεις οτι μπορείς να κοιτάξεις πίσω σου και να διορθώσεις τις μουτζούρες που ο ίδιος προκάλεσες; Τίποτα δε μπορείς να κάνεις. Δεν το έκανες όταν είχες τη δυνατότητα, τώρα που την αφαίρεσες ο ίδιος απο τον εαυτό σου τί περιμένεις; Το θαύμα; Ακόμα κι αυτό το είχες στα χέρια σου. Αλλά έπειθες τον εαυτό σου οτι δεν υπάρχει. Τώρα που δεν υπάρχεις ούτε εσύ, βγάλε άκρη.
Αψυχος. Πριν και μετά το άδοξο τέλος σου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου