2.7.11

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ


Σηκώθηκε το πρωί και έφτιαξε τον καφέ του. Αδειο πρωινό, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς γεμίσματα, χωρίς κόσμο. Εμοιαζε με πρωινό δεκαπενταύγουστου, στο κέντρο της πόλης, χωρίς κανέναν, χωρίς έμψυχα ή άψυχα αντικείμενα να τον περιτριγυρίζουν. Μόνοι τους, αυτός και οι πρώτες στιγμές του ήλιου.

Ο καφές φτιαγμένος απο νύστα, βαρεμάρα, πλήξη. Κι αυτός άδειος. Είχε γεύση, αλλά δεν είχε επίγευση. Τον επιθυμούσε όμως και τον ήπιε με θέληση - αλλά χωρίς διάθεση. Δεν έφταιγε κανένας καφές, σκέφτηκε. Είναι η μέρα τέτοια. Διαφορετική απο αυτές που είχε συνηθίσει, τις γεμάτες, τις αγχωτικές, αυτές που έτρεχαν σα λυσσασμένα σκυλιά, σα δαιμονισμένες και δεν τον άφηναν να αναπνεύσει.

Πήρε το φλυτζάνι στο χέρι και κοίταξε απο το παράθυρο τον δρόμο. Αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν δεξιά κι αριστερά, έκαναν σουλάτσο, βαβούριαζαν. Κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι το ίδιο. Χαρά Θεού, ήλιος, ζέστη, ατμόσφαιρα για πίνακα ζωγραφικής που ζεσταίνει το σαλόνι. Εκείνος έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Σα να έβρεχε και να μην έβλεπε μπροστά του. Σα να μην ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος, σα να είχαν χαθεί απο προσώπου γης τα φασαριόζικα αυτοκίνητα και οι φωνακλάδες περαστικοί. Πρωινό δεκαπενταύγουστου στο κέντρο της πόλης. Μέσα του.

Γύρισε πλάτη στο παράθυρο και ξανακάθησε στο τραπέζι της κουζίνας. Κοίταζε δεξιά κι αριστερά, μα πάντα κάτω. Χωρίς διάθεση και κίνητρο - μια άδεια μέρα γι'αυτόν θα ήταν πανάκεια αλλά φευ, έκανε λάθος. Ισως για πρώτη φορά στη ζωή του. Αυτή την έντονη, αγχωτική, δυσλειτουργική αλλά καταναγκαστική καθημερινή του φύση. Για μια στιγμή δάκρυσε, τα πάντα τον έπνιγαν. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, ο χώρος ήταν πιο ασφυκτικός κι απο μια σαπισμένη μέγγενη στο κεφάλι του. Νόμιζε οτι θα εκραγεί, οτι δε θα άντεχε άλλο.

Χτύπησε ξαφνικά το τηλέφωνο. Είχε να χτυπήσει μέρες. Εκείνος το σήκωσε τρέχοντας και άκουσε απο το βάθος μια οικεία γυναικεία φωνή την οποία ωστόσο δεν κατάφερε να αναγνωρίσει αμέσως.

"Ποιά είσαι", τη ρώτησε. Ελαβε απαντήσεις περίεργες και δυσνόητες. Ακόμα δεν είχε καταλάβει - ή καλύτερα, δεν είχε συνειδητοποιήσει αν και το μυαλό του ταξίδευε. Εκείνη έκλεισε το τηλέφωνο και ξεκάθαρη απάντηση δεν έδωσε. Εκείνος σάστισε και ξαναγύρισε προς το παράθυρο. Πλησίασε αμήχανα, σα να μην είχε ξανακοιτάξει πριν. Ο ήλιος ήταν ακόμη πιο ζεστός, τα αυτοκίνητα περισσότερα και ο κόσμος ολοένα και δυνάμωνε τη φωνή του. Αρχισε να πνίγεται, να ασφυκτιά, να βλέπει μια μονοκόμματη, ξερή, σκοτεινή καταιγίδα να του λερώνει την εικόνα της ζέστης και της βαβούρας.

Εμπηξε τα κλάματα. Ετρεμε ολόκληρος, δεν έλεγε να συνέλθει. Ηθελε να φωνάξει, αλλά ήξερε οτι δε θα τον ακούσει κανείς. Και κανείς δε θα έδινε σημασία. Αυτό τον πλήγωσε, τον ισοπέδωσε. Ισα που κατάφερε να ψελίσει δυο κουβέντες, κι ας μπορούσε να τις ακούσει μόνο ο ίδιος.

"Αφού έχεις πεθάνει, πώς μπορείς να κλαίς; Να διαμαρτύρεσαι; Να πονάς;"...

Δεν υπάρχουν σχόλια: