Ανέβηκε το λοφάκι ψάχνοντας. Είχε μέρες να βρεί κάτι καλό. Κοίταξε τριγύρω και είδε παραπέρα δύο γάτες. Πάντα ζήλευε το ελέυθερο πνεύμα τους.
Μελαγχόλησε και κατέβηκε με μεγάλες δρασκελιές κάτω τον δρόμο. Τα σκουπίδια δεν προσφέρονταν πια ούτε καν για εύρεση φαγητού, οπότε αποφάσισε να πάει προς την πόλη. Πάντα τον φόβιζε η πόλη, με τους πολλούς ανθρώπους, αυτοκίνητα παντού, φασαρία. Αλλά όλο και κάποιος μπορεί να σου πετούσε κάτι να φας. Οπως και τώρα.
Μια φιγούρα του έγνεψε φιλικά, έσκυψε να τον χαϊδέψει. Τότε, είδε την Κοπέλα και απόμεινε να την κοιτά - όχι αυτό που μασούλαγε, αλλά το πρόσωπό της. Είχε δύο τεράστια, εκφραστικά πράσινα μάτια, κοντά μαύρα μαλλιά και υπέροχο χαμόγελο. Του έδωσε να φάει κι Αυτός κούνησε την ουρά του απο ευχαρίστηση. Την πήρε απο πίσω κι εκείνη φάνηκε να απολαμβάνει την παρέα του. Εφτασε σπίτι και τον χαιρέτησε, αλλά Αυτός, μην έχοντας πού αλλού να πάει, έμεινε να την περιμένει απ'έξω.
Η Κοπέλα βγήκε το απόγευμα και τον τάισε πάλι.
Η σχέση τους τις επόμενες μέρες εξελίχθηκε. Αυτός στην αυλή να περιμένει την Κοπέλα, εκείνη να τον ταΐζει, να πηγαίνουν μαζί βόλτες. Με τον καιρό, η Κοπέλα ήθελε να του μάθει να κάθεται, να φέρνει το ξύλο και άλλες παρόμοιες διαταγές. Αυτός δεν ένιωθε άνετα με τη νέα κατάσταση, αλλά την ανεχόταν αφού, τουλάχιστον, είχε να φάει.
Μια μέρα, Αυτός πέρασε το δρόμο απρόσεκτα και παραλίγο το λευκό αυτοκίνητο να βαφτεί με το αίμα του. Η Κοπέλα τρόμαξε και έβαλε τις φωνές σ'Αυτόν, που απορρώντας κοίταζε με τα μικρά του μάτια προσπαθώντας να καταλάβει το λόγο. Ενδιαφέρον, ήταν η επίσημη δικαιολογία. Η Κοπέλα θορυβήθηκε και αποφάσισε να τον προσέχει περισσότερο. Η τιμωρία ήταν να μην τον ταΐσει εκείνη την ημέρα, και την επαύριο θα έπαιρνε νέα, δραστικά μέτρα.
Την επόμενη είδε την Κοπέλα να έρχεται. Χάρηκε, αφού νόμιζε οτι η περίοδος τιμωρίας έληξε. Κρατούσε μια σακούλα στο χέρι και έβγαλε το δώρο του για να είναι ασφαλής. Αλυσίδα. Αυτός μαζεύτηκε, σκέφτηκε οτι δεν ήθελε αυτή την ασφάλεια. Μπορεί να είχε ζήσει σε σκουπιδότοπους, να είχε κάνει μέρες να φάει, να είχε φάει κλωτσιές, αλλά αυτό παραπήγαινε. Το πολυτιμότερο αγαθό του, την ελευθερία του, κανείς δε μπορούσε να του τη στερήσει. Κανένας.
Καθώς τον πλησίασε, Αυτός έκανε να φύγει. Την απέφυγε, όμως εκείνη επανήλθε. Εδινε τη μάχη της κι Αυτός τη δική του. Κάποια στιγμή τον στρίμωξε. Τον χτύπησε και τον διέταξε να κάτσει ήσυχος. Ενιωσε θυμό να τον πλημμυρίζει. Εστριψε το κεφάλι του στο φράχτη και είδε τη Γάτα, αυτήν που τόσο θαύμαζε και ζήλευε. Γύρισε και κοίταξε ξανά την Κοπέλα. Στην τελευταία της προσπάθεια Αυτός δε γάβγισε, έδειξε τα κοφτερά του δόντια, γρύλλισε, δάγκωσε, μάτωσε, έκοψε...
Ηξερε οτι θα πήγαινε Eκεί. Δε λυπόταν. Επιλογή του ήταν άλλωστε. Καλύτερη επιλογή του φάνηκε η ένεση μετά τη διαμόρφωση της κατάστασης, παρά η αλυσίδα.
Κοιμήθηκε για πάντα. Χαρούμενος και περήφανος.
*ο Αίολος είναι ένας πιστός αναγνώστης, ημίαιμος και καλύτερος φίλος απο τις γάτες.
6 σχόλια:
ενταξει ΠΟΣΟ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΑΣ ΡΙΞΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΕΙΠΩΤΗ ΜΑΥΡΙΛΑ ΠΙΑ?ΟΕΟ?
Oso epese Aftos apokleietai
BRAVO pantos aiole... apla YPEROXO:)
k fisika KUDOS ston burtonite;)
ta xarakthristika ths kopelas einai tyxaia?
kudos?
skepsou vangeli skepsou...
Οι γάτες είναι πιο έξυπνες από τα σκυλιά. Είδατε ποτέ οχτώ γάτες να τραβάνε ένα έλκηθρο στο χιόνι;
Μαλάκας - 1 -
Δημοσίευση σχολίου