12.12.09

ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ


Κρατώντας μια μαύρη, σπασμένη ομπρέλα, ο Φίλος ξεκίνησε απο το σπίτι του για να πάει αλλού.

Μέσα στη σφοδρή καταιγίδα, προσπαθούσε να κρατήσει όρθια την ομπρέλα του. Αν και σπασμένη, άντεχε. Αντεχε τον υδάτινο ορυμαγδό, άντεχε το λυσσαλέο αέρα, άντεχε τα πάντα. Ο Φίλος δεν έβλεπε μπροστά του. Προσπαθούσε να διακρίνει δρόμους, πεζοδρόμια, φανάρια, μαγαζιά. Αρχισε σιγά-σιγά να χάνει τον προσανατολισμό του. Στην πορεία χάθηκε. Περισσότερο, βέβαια, είχε το νου του στην ομπρέλα του. Μήπως σπάσει τελείως, μήπως σχιστεί περισσότερο, μήπως δεν τού είναι πια χρήσιμη. Η καταιγίδα γινόταν όλο και πιο σφοδρή, και ο Φίλος ανησυχούσε πως πλέον δε θα βρισκε ποτέ το δρόμο του. Μάταια κοιτούσε δεξιά κι αριστερά. Δε μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Το μόνο που διέκρινε ήταν ενας πλάγιος κατακλυσμός, που το κρύο τον έκανε αδυσώπητο, βίαιο, σχεδόν απάνθρωπο.

Δίπλα του δεν υπήρχε κανείς. Δεν είχε κανένα να ρωτήσει, κάποιον που θα τον βοηθούσε να ξαναθυμηθεί πλέον τον προορισμό του. Χαμένος ανάμεσα σε σκοτεινές μεριές, υγρές και παγωμένες, αναζητούσε τρόπο να προστατευτεί. Η μαύρη ομπρέλα του δε θα άντεχε για πολύ. Ξαφνικά, η λαβή έσπασε. Ο Φίλος την είδε να χάνεται εν ριπή οφθαλμού απο μπροστά του. Ο αέρας την πήρε μαζί του και την πήγε κάπου αλλού. Αλλά ο Φίλος δεν προλάβαινε να τη συγκρατήσει και, μέσα στην καταιγίδα, έχασε τα ίχνη της.

Τότε άρχισε να βάζει τα κλάματα. Η βροχή τον έλουζε με χτυπήματα αλύπητα, συνεχόμενα. Μόνος του πλέον, χωρίς τη μαύρη, σπασμένη ομπρέλα του, γονάτισε και αγκάλιασε τον εαυτό του. Σφίχτηκε η καρδιά του. Το κλάμα του έγινε εντονότερο, σπαραχτικό. Εβγαζε κραυγές ακατανόητες για πολλή ώρα, ώσπου η καταιγίδα κόπασε. Ο αέρας σταμάτησε και το κρύο έγινε λιγότερο ωδυνηρό. Ο Φίλος παρέμεινε γονατισμένος, κουλουριασμένος. Ενα δροσερό αεράκι ξανάφερε πίσω τη μαύρη, σπασμένη ομπρέλα του. Εκεί χαμογέλασε για πρώτη φορά, κι ας ήξερε πως πλέον τού ήταν αχρηστη. Τότε ήταν που σηκώθηκε, γεμάτος αυτοπεποίθηση, και κίνησε για να ξαναβρεί το δρόμο του.

Δεν τον ξαναβρήκε όμως. Αλλά δεν στεναχωρήθηκε. Γύρισε σπίτι του και κοιμήθηκε ήσυχος, αφήνοντας τη μαύρη, σπασμένη ομπρέλα του στη θέση της. Και αποφάσισε να μην ξαναβγεί ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: