16.4.10

ΕΚΕΙΝΕΣ


του Αίολου

Κοίταξε τους τοίχους γύρω του και του φάνηκαν πράσινοι, παγωμένοι, σαν ψυχιατρείου. Σωστό σφαγείο. Δεν το σκέφτηκε! Σήκωσε το μπαλτά και τη χτύπησε. Τής κατάφερε γερό χτύπημα και την κοιτούσε να σπαρταράει αβοήθητη. Δεν τη λυπήθηκε. Σήκωσε το μπαλτά ξανά και την κατακρεούργησε. Η μανία του σταμάτησε, όταν πια είχε γίνει κομμάτια. Κοίταξε το έργο του, αλλά δεν ήταν ακόμα χαρούμενος. Ηθελε κι άλλο.

Την πέταξε απο το τραπέζι στο πάτωμα. Τότε σκέφτηκε μήπως εκείνος ο γυαλιστερός - στον ήλιο - γυαλαμπούκας είχε δίκιο. Εκείνος ο πεσιμιστής θανάτου και οι θεωρίες του στριφογύριζαν στο μυαλό του. Οχι, ο βουτηγμένος στην ανασφάλειά του και φοβισμένος απ' τους γύρω του τύπος δεν μπορεί να είχε δίκιο.

Εβαλε τα χέρια του στο στήθος και την έβγαλε. Την ακούμπησε στο τραπέζι. Ηταν η σειρά της. Την κατακρεούργησε κι αυτή. Δεν την χρειαζόταν πια. Την πέταξε απ' το τραπέζι και τις κοίταξε και τις δύο. Σφαγμένες, δίπλα-δίπλα...

Κι απο τις δύο, πιο πολύ του έλειπε η αξιοπρέπεια.

1 σχόλιο:

american doll pose είπε...

αφηστε και κανα κοκκαλο για σουπα παιδια!!!:P